…Πολλοί λαοί ή άτομα συμβαίνει να θεωρούν περισσότερο ή λιγότερο συνειδητά ότι «κάθε ξένος είναι εχθρός». Επιπλέον αυτή η πεποίθηση βρίσκεται στο βάθος της ψυχής σαν μια λανθάνουσα μόλυνση. Εκδηλώνεται μόνο σε πράξεις με χαρακτήρα ασυντόνιστο και μη κανονικό, χωρίς να είναι η βάση ενός συστήματος σκέψης. Όταν όμως αυτή η ανομολόγητη σκέψη αποτελέσει τη μείζονα πρόταση ενός συλλογισμού, τότε στο τέλος της αλυσίδας βρίσκονται τα στρατόπεδα. Αυτό είναι το αποτέλεσμα μιας σύλληψης του κόσμου οδηγημένης στην έσχατη συνέπειά της: όσο θα υπάρχει αυτή η αντίληψη, οι συνέπειές της θα μας απειλούν. Η ιστορία των στρατοπέδων εξόντωσης θα έπρεπε να ερμηνευθεί από όλους σαν ένα δυσοίωνο σημάδι κινδύνου…
Ο δεκανέας χαιρέτησε στρατιωτικά και απάντησε στο διοικητή πως τα «κομμάτια» ήταν εξακόσια πενήντα και ήταν όλα εντάξει.
Τότε μας φόρτωσαν σε ανοιχτά αυτοκίνητα με προορισμό το σταθμό του Κάπρι.
Εκεί μας περίμενε το τρένο και η φρουρά για το ταξίδι.
Και εκεί μας χτύπησαν για πρώτη φορά: κάτι τόσο απροσδόκητο και παράλογο που δεν νιώσαμε πόνο, ούτε στην ψυχή ούτε στο σώμα. Μόνο βαθιά έκπληξη: πώς γίνεται να χτυπάς κάποιον χωρίς να είσαι θυμωμένος;
Τα βαγόνια ήταν δώδεκα κι εμείς εξακόσιοι πενήντα. Στο δικό μου βαγόνι ήμασταν μόνο σαράντα πέντε, αλλά ήταν μικρό. Να, λοιπόν, μπροστά στα μάτια μας ένα από τα περίφημα μεταγωγικά τρένα των Γερμανών, τα τρένα χωρίς επιστροφή, για τα οποία με φρίκη αλλά και δυσπιστία ακούγαμε να μιλούν συχνά.
Έτσι ακριβώς: βαγόνια για εμπορεύματα, σφραγισμένα, και μέσα τους άντρες, γυναίκες, παιδιά, στοιβαγμένοι χωρίς έλεος, σαν φτηνό εμπόρευμα, στο ταξίδι για το πουθενά, στο ταξίδι προς τα κάτω, προς τον πάτο. Αυτή τη φορά μέσα είμαστε εμείς.
Οι στερήσεις, το κρύο, η δίψα, τα χτυπήματα ήταν ακριβώς αυτά που δεν μας άφησαν να βουλιάξουμε στο κενό της απέραντης απελπισίας, στη διάρκεια του ταξιδιού και μετά…
Οι πόρτες έκλεισαν αμέσως αλλά το τρένο έφυγε το βράδυ. Με ανακούφιση πληροφορηθήκαμε τον προορισμό μας: Άουσβιτς: ένα όνομα άγνωστο που δεν μας έλεγε τίποτα, αλλά θα έπρεπε να αντιστοιχεί σε κάποιον τόπο πάνω σε αυτή τη γη.
Και ξαφνικά γράφτηκε ο επίλογος. Οι πόρτες άνοιξαν με πάταγο, το σκοτάδι αντήχησε από ξενικές διαταγές, από τα βάρβαρα ουρλιαχτά των Γερμανών όταν διατάζουν, που μοιάζουν με ξέσπασμα ενός πανάρχαιου θυμού. Είδαμε μια μεγάλη αποβάθρα, φωτισμένη από προβολείς. Λίγο πιο εκεί μια σειρά από φορτηγά αυτοκίνητα.
Και μετά έγινε σιωπή. Κάποιος μετέφρασε: έπρεπε να κατέβουμε με τις αποσκευές και να τις αφήσουμε κατά μήκος του τρένου. Αμέσως η αποβάθρα γέμισε σκιές: αλλά φοβόμασταν μη σπάσουμε τη σιωπή, και τακτοποιούσαμε τα πράγματα, ψάχναμε και φωνάζαμε ο ένας τον άλλον διστακτικά, χαμηλόφωνα.
Δέκα Ές Ές στέκονταν παράμερα, στητοί, με πρόσωπα σκληρά σαν πέτρα, με ύφος αδιάφορο.
Διασκορπίστηκαν ανάμεσά μας και με σιγανή φωνή άρχισαν να μας ανακρίνουν έναν έναν σε άσχημα ιταλικά. «Πόσων ετών; Υγιής ή άρρωστος;» και ανάλογα με την απάντηση μας υποδείκνυαν δύο διαφορετικές κατευθύνσεις.
Όλα ήταν σιωπηλά σαν σε ενυδρείο, ή όπως σε μερικά όνειρα. Περιμέναμε κάτι πιο τρομακτικό, σαν την Αποκάλυψη: αυτοί έμοιαζαν με απλούς φρουρούς. Ήταν αφοπλιστικοί και καθησυχαστικοί. Κάποιος τόλμησε να ρωτήσει για τις αποσκευές: απάντησαν: «αποσκευές μετά». Κάποιος άλλος δεν ήθελε να αποχωριστεί τη γυναίκα του: είπαν «ξανά μαζί, μετά».
Πολλές μητέρες δεν ήθελαν να χωριστούν από τα παιδιά τους: είπαν «καλά, μείνε με παιδί».
Πάντα με την ήρεμη σιγουριά του ανθρώπου που απλώς εκτελεί το καθημερινό του καθήκον.
Αλλά τον Ρέντζο που καθυστέρησε λίγο αποχαιρετώντας τη Φραντσέσκα, την αρραβωνιαστικιά του, τον έριξαν κάτω με μια γροθιά κατά πρόσωπο. Ήταν το καθημερινό τους καθήκον.
Έτσι ξαφνικά και απροσδόκητα, χάθηκαν οι γυναίκες μας, οι γονείς μας, τα παιδιά μας. Κανείς δεν μπόρεσε να τους αποχαιρετήσει. Τους είδαμε για λίγο στην άλλη άκρη της αποβάθρας, σαν μια σκοτεινή μάζα, και μετά δεν τους ξανάδαμε πια.
Όταν τελειώσαμε, ο καθένας έμεινε στη γωνιά του, χωρίς να τολμάμε να κοιτάξουμε ο ένας τον άλλον. Δεν έχουμε καθρέφτη για να δούμε το πρόσωπό μας, αλλά ο καθρέφτης βρίσκεται απέναντί μας, η όψη μας αντανακλάται σε εκατό μελανιασμένα πρόσωπα, σε εκατό ρυπαρές και αξιοθρήνητες μαριονέτες. Μεταμορφωθήκαμε ήδη σε φαντάσματα, ίδια μ’ εκείνα που είδαμε χθες.
Τότε, για πρώτη φορά, συνειδητοποιήσαμε ότι η γλώσσα μας δεν έχει τις λέξεις για να εκφράσει αυτή την ύβρη, την εκμηδένιση του ανθρώπου. Σαν προικισμένοι με την ενορατική ικανότητα των προφητών είδαμε την πραγματικότητα: είμαστε στον πάτο.
Πιο κάτω δε γίνεται να πάμε: δε μπορούμε να σκεφτούμε αθλιότερη ύπαρξη από τη δική μας. Τίποτα πια δεν μας ανήκει: μας στέρησαν τα ρούχα, τα παπούτσια, τα μαλλιά μας. Εάν μιλήσουμε δεν θα μας ακούσουν, και εάν μας άκουγαν δεν θα μας καταλάβαιναν. Θα μας στερήσουν και το όνομά μας: κι αν θέλουμε να το κρατήσουμε, θα πρέπει να βρούμε τη δύναμη μέσα μας, τη δύναμη να το σώσουμε και μαζί μ’ αυτό να σώσουμε κάτι από μας, απ’ αυτό που υπήρξαμε.
Ας σκεφτούμε έναν άνθρωπο που του στερούν όχι μόνο τα αγαπημένα του πρόσωπα αλλά και το σπίτι του, τις συνήθειές του, τα ρούχα του, κυριολεκτικά οτιδήποτε του ανήκει: θα είναι πλέον ένας άδειος άνθρωπος, θα οδηγηθεί στην ένδεια και στη θλίψη, θα χάσει την αξιοπρέπειά του και τη λογική του, γιατί είναι εύκολο αν χάσεις τα πάντα να χάσεις και τον ίδιο σου τον εαυτό.
Κι όταν βρεθεί σ’ αυτήν την κατάσταση, άλλοι θα ορίζουν τη ζωή του και θα αποφασίζουν για το θάνατό του χωρίς κανένα αίσθημα ανθρωπισμού ή στην καλύτερη περίπτωση με μόνο κριτήριο το όφελος. Τότε θα γίνει κατανοητή η διπλή σημασία του όρου «στρατόπεδο εξόντωσης», θα γίνει κατανοητό τι θέλουμε να εκφράσουμε μ’ αυτή τη φράση: είμαστε στον πάτο.
Πολλά μένουν να μάθουμε ακόμα, αλλά ήδη ξέρουμε αρκετά.
Ξέρουμε από πού ερχόμαστε: οι αναμνήσεις του έξω κόσμου κατοικούν στα όνειρά μας και στην ξαγρύπνια μας, έκπληκτοι βλέπουμε πως τίποτα δεν ξεχάσαμε, καθετί που ανακαλούμε στη μνήμη μας, αναδύεται με βασανιστική διαύγεια.
Αλλά δεν ξέρουμε που πάμε. Ίσως να επιζήσουμε απ’ τις αρρώστιες και να γλιτώσουμε από την επιλογή, ίσως να αντέξουμε τη δουλειά και την πείνα που μας αφανίζουν: και μετά;
Εδώ, προσωρινά μακριά από τις βρισιές και το ξύλο, ξαναβρήκαμε τον εαυτό μας και μπορούμε να σκεφτούμε, και είναι φανερό ότι δεν θα ξαναγυρίσουμε. Ταξιδέψαμε ως εδώ μέσα σε σφραγισμένα βαγόνια. Είδαμε τις γυναίκες και τα παιδιά μας να τους καταπίνει το σκοτάδι.
Σκλάβοι πηγαινοερχόμαστε χιλιάδες φορές στη βουβή δουλειά, νεκροί στην ψυχή πριν τον ανώνυμο θάνατο. Δε θα ξαναγυρίσουμε. Κανείς δεν πρέπει να βγει από εδώ, κανείς που θα μπορούσε να φέρει στον κόσμο μαζί με το χαραγμένο στη σάρκα του νούμερο τη δυσοίωνη είδηση του τι κατάφερε να κάνει άνθρωπος στον άνθρωπο στο Άουσβιτς.
____________________________________________________________________
φωτογραφίες:
επιχειρήσεις σκούπα και στρατόπεδα συγκέντρωσης προσφύγων&μεταναστών,
Ελλάδα, καλοκαίρι 2009
κείμενο:
αποσπάσματα/μαρτυρίες από το βιβλίο “Εάν αυτό είναι ο άνθρωπος” του Πρίμο Λέβι
(για τη μεταφορά 650 ανθρώπων στο Άουσβιτς στις 22 Φεβρουαρίου 1944)