Λευτεριά στον κοινωνικό αγωνιστή Άρη Σειρηνίδη

Συνεχίζεται την Πέμπτη 17 Μάρτη στις 9 πμ, η δίκη του Άρη Σειρηνίδη στο Πρωτοδικείο Αθηνών (πίσω απ’ τον Άρειο Πάγο, Λουκάρεως 14).  Η διαδικασία ξεκίνησε την προηγούμενη Τετάρτη αλλά διεκόπη έπειτα από αίτημα του συντρόφου να αλλάξει ο εισαγγελέας της έδρας για λόγους μεροληψίας. Ακόμη και τα αστικά δικαστήρια αναγνωρίζουν τα όρια της “ειδικής” διαχείρισης και της εξαίρεσης από τον ποινικό κώδικα…

Κάτω τα χέρια σας από τους αγωνιστές.

Η θέση τους είναι ανάμεσά μας, στον κοινωνικό αγώνα, μακριά από τις διελκυστίνδες δικαστικής εξουσίας και αστυνομίας.

Ακολουθεί απόσπασμα από την μπροσούρα της Πρωτοβουλίας αλληλεγγύης στον Άρη Σειρηνίδη: “Σύγχρονες πολιτικές διώξεις και DNA. Διερεύνηση του νέου κατασταλτικού παραδείγματος με αφορμή την υπόθεση του Άρη Σειρηνίδη”.


«Ύποπτες ταυτότητες»:

μια μικρή ιστορία των μεθόδων ταυτοποίησης

Το 1858, έναν χρόνο μετά τη μεγαλύτερη μέχρι τότε κρίση της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία λόγω της εξέγερσης των ινδών κληρωτών, ο αποικιακός διοικητής της Βεγγάλης, Sir William Herschel, έθεσε σε εφαρμογή ένα μέτρο που επρόκειτο να αποτελέσει την αρχή του σύγχρονου συστήματος ταυτοποίησης δακτυλικών αποτυπωμάτων. Με πρόφαση την πάταξη φαινομένων πλαστοπροσωπίας κατά την καταβολή συντάξεων και απώτερο στόχο τον εξορθολογισμό της βρετανικής κυριαρχίας και την εμπέδωσή της από τον ντόπιο πληθυσμό, ο Herschel διέταξε τη συλλογή δακτυλικών αποτυπωμάτων όλων των ινδών αποικιακών υπαλλήλων της περιφέρειάς του, και στη συνέχεια των φυλακισμένων.

Η χρησιμοποίηση δακτυλικών αποτυπωμάτων για την ταυτοποίηση ατόμων δεν αποτελούσε, φυσικά, μια ιστορικά άγνωστη πρακτική, ειδικά μάλιστα στον χώρο της νοτιοανατολικής Ασίας, όπου σχετικές τεχνικές αναγνώρισης φέρονται να έχουν παράδοση αιώνων. Το καινούργιο, ωστόσο, στην περίπτωση του βρετανού αποικιακού αξιωματούχου ήταν ότι για πρώτη φορά τα δακτυλικά αποτυπώματα εντάσσονταν με τρόπο συστηματικό στη λογική του κρατικού μηχανισμού, ως εργαλεία διοίκησης και ελέγχου, σε μια εποχή κατά την οποία η επίκληση στον βιολογικό παράγοντα νομιμοποιούσε αξιώσεις επιστημονικής αντικειμενικότητας και καθολικής αλήθειας.

Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, η χρήση βιολογικών κατηγοριών για την περιγραφή και ερμηνεία των κοινωνικών φαινομένων αποτελούσε συστατικό στοιχείο του ηγεμονικού, θετικιστικού επιστημονικού παραδείγματος. Στο πλαίσιο της θετικιστικής αντίληψης της κοινωνίας ως «οργανισμού» και, συνακόλουθα, της εγκληματικότητας ως «παθολογίας», εντάσσονται και οι συστηματικές απόπειρες αναζήτησης των αιτιών του προβλήματος στο ίδιο το σώμα του εγκληματία. Υιοθετώντας τις ανθρωπομετρικές μεθόδους που εφάρμοζε η ανθρωπολογική επιστήμη για την παρατήρηση των «αγρίων» στις αποικίες και την ιεραρχική ταξινόμηση των φυλετικών χαρακτηριστικών του ανθρώπινου είδους, η εγκληματική ανθρωπολογία συγκροτήθηκε ως επιστημονικός κλάδος στη δεκαετία του 1870 για την παρατήρηση των «αγρίων» των ευρωπαϊκών μητροπόλεων και την μέτρηση και ταξινόμηση του «εγκληματικού σώματος». Η εγκληματικότητα οπτικοποιήθηκε σε ένα πλήθος ορατών σημείων της ανθρώπινης φυσιολογίας. Μήκος οστών, διάπλαση μετώπου, απόσταση ματιών, σχήμα μύτης, αυτιών και σαγονιού, ελιές ή άλλα σημάδια μαρτυρούσαν όχι μόνο το σώμα του «εκ γενετής εγκληματία», αλλά και την προδιάθεση για το έγκλημα. Σε σχέση με προγενέστερες, θεολογικές ή ηθολογικές προσεγγίσεις του εγκλήματος ως «αμαρτίας» ή «κακού», οι νέες ερμηνείες διεκδικούσαν το προτέρημα της αντικειμενικότητας. Μιλούσαν με βιολογικούς και όχι ηθικούς όρους, συνεπώς προβάλλονταν ως αμερόληπτες, αντικειμενικές και επιστημονικές.

Αν σήμερα η περίπτωση του Cesare Lombroso και της θεωρίας του περί «εγκληματικών φυσιογνωμιών» αναφέρεται μόνο με ανεκδοτολογική διάθεση στους κύκλους των «φωτισμένων» ταγών της σύγχρονης αστικής δημοκρατίας, αρκεί να θυμίσουμε ότι ο Lombroso δεν αποτελούσε παρά την ιταλική εκδοχή του ηγεμονικού ευρωπαϊκού επιστημονικού παραδείγματος που ήταν σύμφυτο με τη συγκρότηση του αστικού-φιλελεύθερου κράτους και την αποικιοκρατία. Στο ίδιο πλαίσιο του επιστημονικού βιολογισμού και ρατσισμού που συνοδεύει τα πρώτα βήματα του σύγχρονου κατασταλτικού κράτους, είναι που προκύπτουν οι δύο βασικές μέθοδοι ταυτοποίησης υπόπτων μέχρι και τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα: η ανθρωπομετρία ή Bertillonage (από το όνομα του εμπνευστή της Alphonse Bertillon) και τα δακτυλικά αποτυπώματα.

Διεκδικώντας για τον εαυτό τους το προνόμιο της αλήθειας, οι δύο μέθοδοι ταυτοποίησης υπόπτων εκκινούσαν από διαφορετικές επιστημονικές αφετηρίες, αναπτύχθηκαν σε διαφορετικούς γεωγραφικούς χώρους και όπου συνυπήρξαν, η σχέση τους ήταν ανταγωνιστική. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, το γεωγραφικό πεδίο αναφοράς των δύο μεθόδων – Ευρώπη και βόρεια Αμερική για την ανθρωπομετρία, αποικίες και μεθόρια της καπιταλιστικής ανάπτυξης όπως η Αργεντινή, για τα δακτυλικά αποτυπώματα- έδρασε καθοριστικά στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών τους.

Σε αντίθεση με τη λογική της εγκληματικής ανθρωπολογίας που χρησιμοποιούσε την ανθρωπομετρία προκειμένου να καταρτίσει κατηγορίες «εγκληματικών σωμάτων», η ανθρωπομετρική μέθοδος, που εισήγαγε στη δεκαετία του 1880 ο αξιωματικός της αστυνομίας του Παρισιού Alphonse Bertillon, είχε στόχο την εξατομίκευση του «εγκληματικού σώματος». Ο Bertillon εφάρμοσε τη μέθοδό του σε περιπτώσεις υπότροπων ποινικών, χρησιμοποιώντας αυστηρά ατομικές φόρμουλες μετρήσεων που έδιναν αποτελέσματα που δεν μπορούσαν να αντιστοιχούν παρά σε ένα άτομο. Δημιούργησε έτσι ένα αρχείο ανθρωπομετρικών δεδομένων –μήκος αποτυπώματος ποδιού και παλάμης, μήκος βραχιόνων, διάμετρος κρανίου, σχήμα αυτιού κ.ά.- που θα μπορούσαν να συγκριθούν με δεδομένα από τον τόπο του εγκλήματος και να ταυτοποιηθεί ο δράστης. Η μέθοδος αυτή εγκαθίδρυε μία νέα σχέση της εξουσίας με το ανθρώπινο σώμα, πιο ουδέτερη, νηφάλια και πλησιέστερη στη σημερινή αντίληψη περί αντικειμενικότητας από αυτή της εγκληματικής ανθρωπολογίας. Η εγκληματικότητα δεν διαβάζεται πλέον στο σώμα, αλλά το σώμα χρησιμοποιείται ως ευρετήριο σε κάποιο γραπτό μητρώο εγκλημάτων μιας κρατικής αρχής.

Η ανθρωπομετρική μέθοδος διαδόθηκε γρήγορα και υιοθετήθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και τη βόρειο Αμερική. Η εισροή του εξαθλιωμένου πλήθους στα κέντρα και τις παρυφές των βιομηχανικών πόλεων και οι άλλες «παθογένειες» της βιομηχανικής επανάστασης, έκαναν τους αστυνομικούς διευθυντές των ευρωπαϊκών μητροπόλεων ιδιαίτερα πρόθυμους στην υιοθέτηση των νέων επιστημονικών κατασταλτικών μέτρων. Κυρίως, όμως, ήταν η εντεινόμενη απειλή των κοινωνικών εκρήξεων και του αυξανόμενου πολιτικού ριζοσπαστισμού, που καθόριζε το πραγματικό πεδίο αναφοράς της μεθόδου. Το 1898 στο Διεθνές Αντί-Αναρχικό Συνέδριο που έγινε στη Ρώμη με αφορμή το εντεινόμενο κύμα βομβιστικών ενεργειών και δολοφονικών επιθέσεων εναντίον πολιτικών και τραπεζιτών από αναρχικούς στη Γαλλία και την Ιταλία, προσυπογράφηκε από τους συμμετέχοντες αστυνομικούς διευθυντές των διαφόρων χωρών η χρήση της ανθρωπομετρικής μεθόδου του Bertillon «στους εγκληματίες και τους αναρχικούς, χωρίς διάκριση», με στόχο τη δημιουργία ενός ομοιογενούς ευρωπαϊκού συστήματος ταυτοποίησης των «διεθνών τρομοκρατών». Αυτή ήταν και η ιδρυτική στιγμή της Interpol.

Στις αποικίες, αντίθετα, τα προβλήματα που είχαν να αντιμετωπίσουν οι κυρίαρχοι ήταν διαφορετικής φύσεως. Εδώ η ευρωπαϊκή ηγεμονία έπρεπε να εμπεδωθεί σε ένα τεράστιο, ορισμένες φορές και εχθρικό, πλήθος που είχε διαφορετικούς τρόπους οργάνωσης της κοινωνίας και σύλληψης της πραγματικότητας απ’ ό,τι ο ευρωπαϊκός κανόνας και που οι κυρίαρχοι θεωρούσαν φυλετικά και πολιτισμικά κατώτερο. Στις αποικίες η ανθρωπομετρική μέθοδος που βασιζόταν στην υπόθεση ότι κάθε άνθρωπος έχει τα δικά του μοναδικά μορφολογικά χαρακτηριστικά, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί, για τον απλούστατο λόγο ότι οι αποικιοκράτες αξιωματούχοι έβλεπαν όλους τους μη λευκούς ως ίδιους. Η λύση που δόθηκε ήταν τα δακτυλικά αποτυπώματα. Την αρχική ιδέα του William Ηerschel επεξεργάστηκαν στη συνέχεια άλλοι βρετανοί αξιωματούχοι στην Ινδία, με αποτέλεσμα στα τέλη του 19ου αιώνα η δακτυλοσκόπηση να είναι η δεύτερη επίσημη μέθοδος ταυτοποίησης υπόπτων.

Φέροντας στον πυρήνα της τη ρατσιστική ιδέα της κατωτερότητας των μη λευκών φυλών, η μέθοδος των δακτυλικών αποτυπωμάτων διαδόθηκε στις αποικίες και σε χώρες με έντονη μεταναστευτική εισροή, όπως η Αργεντινή. Στις ΗΠΑ εφαρμόστηκε στις αρχές του 20ού αιώνα αποκλειστικά στους ασιάτες υποτρόπους. Στην Ευρώπη η υποδοχή της δακτυλοσκόπησης ήταν άκρως διστακτική. Θεωρούνταν ακατάλληλη για τη λευκή φυλή, κατώτερη, αναξιόπιστη και μη επιστημονική. Σε σχέση με την ανθρωπομετρία που είχε την αίγλη της επιστήμης, η δακτυλοσκόπηση θεωρούνταν απλά ως τεχνολογία, ενώ στη θέση του ειδικευμένου ανθρωπομέτρη, ο δακτυλοσκόπος φάνταζε ως ανειδίκευτος εργάτης. Ως φθηνή μέθοδος που ήταν, χρησιμοποιήθηκε πάντως σε Ευρώπη και ΗΠΑ για την εξιχνίαση υποθέσεων χαμηλής έντασης, που η σοβαρότητά τους δεν ήταν τέτοια ώστε να δικαιολογεί την επιστημονικά ανώτερη και δαπανηρή μέθοδο της ανθρωπομετρίας. Μόνο κατώτατα δικαστήρια έκαναν δεκτές ταυτοποιήσεις που στηρίζονταν σε δακτυλικά αποτυπώματα χωρίς άλλα αποδεικτικά στοιχεία. Από την άλλη, επιτυχίες της μεθόδου στο επίπεδο της μικρής εγκληματικότητας ήταν αυτές που της άνοιξαν την πόρτα των ανώτερων δικαστηρίων και εξασφάλισαν την εμπιστοσύνη της κοινωνίας προς αυτήν. Μέχρι το 1920 η δακτυλοσκόπηση είχε εκτοπίσει την ανθρωπομετρία και είχε γίνει η κυρίαρχη μέθοδος ταυτοποίησης υπόπτων.

Προϊόν του διανοητικού κλίματος του βιολογισμού και του ρατσισμού του ύστερου 19ου αιώνα, εργαλείο της αποικιοκρατίας και του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού, η ταυτοποίηση με δακτυλικά αποτυπώματα κατόρθωσε από αμφισβητούμενη μέθοδος να γίνει ένα από τα ισχυρότερα και αδιαμφισβήτητα συστήματα αλήθειας στον κόσμο. Τα δακτυλικά αποτυπώματα έγιναν το πλέον αξιόπιστο πειστήριο ενοχής στα ποινικά δικαστήρια, με δικαστές και ενόρκους να συναινούν ως προς την εγκυρότητά τους. Απέβησαν στην κυριολεξία ζήτημα ζωής ή θανάτου.

Ο λόγος που επιλέξαμε να ασχοληθούμε με την ιστορία των δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι ακριβώς επειδή σήμερα μια νέα μέθοδος ταυτοποίησης, αυτή του DNA, διεκδικεί τη θέση του νέου, αδιαμφισβήτητου συστήματος αλήθειας. Όπως και στην περίπτωση της μετάβασης από την ανθρωπομετρία στα δακτυλικά αποτυπώματα, έτσι και εδώ, δεν έχουμε να κάνουμε με μια εξέλιξη ή τελειοποίηση του ίδιου συστήματος, αλλά με δύο διαφορετικής επιστημονικής αφετηρίας και ανταγωνιστικής λογικής συστήματα ταυτοποίησης που εγκαθιδρύουν βασίλεια καθολικής αλήθειας. Στόχος μας δεν είναι φυσικά να υπερασπιστούμε την «αλήθεια» των δακτυλικών αποτυπωμάτων έναντι της διαφιλονικούμενης ακόμη και σε επιστημονικούς και δικαστικούς κύκλους «αλήθειας» της ταυτοποίησης DNA, αλλά να δείξουμε ότι και τα δύο συστήματα αλήθειας είναι προϊόντα ιστορικά καθορισμένων κοινωνικών σχέσεων και νοητικών παραδειγμάτων. Η αλήθεια που επικαλούνται δεν είναι παρά η αλήθεια του ρατσιστικού, καταπιεστικού, καπιταλιστικού συστήματος στο οποίο αναπτύχθηκαν.

Στη λογική, τη ρητορική και την τεχνολογία των διαφόρων μεθόδων ταυτοποίησης αντανακλώνται το μέγεθος της εξουσιαστικής επιβολής αλλά και η ένταση των ταξικών συγκρούσεων. Αν η μέθοδος ταυτοποίησης δακτυλικών αποτυπωμάτων εξασφάλισε την κοινωνική αποδοχή της στις καπιταλιστικές φιλελεύθερες δημοκρατίες, αποσιωπώντας προσεκτικά τη ρατσιστική της καταγωγή, στην εποχή της πλανητικής κυριαρχίας και του καπιταλιστικού ολοκληρωτισμού η μέθοδος της ταυτοποίησης DNA, με τη βιολογική ρητορική της, φέρει εκ νέου στο προσκήνιο τη συζήτηση περί γονιδιακής ερμηνείας της εγκληματικότητας. Στην εποχή της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης το παλιό θετικιστικό όνειρο της ανεύρεσης του γονιδίου του εγκληματία επιστρέφει μαζί με νέο-ευγονικούς πόθους. Η μετάβαση από τη δακτυλοσκόπηση στη γενετική ταυτοποίηση μεταβάλλει, παράλληλα, και τους όρους παραγωγής της επικαλούμενης «αλήθειας». Αν η ταυτοποίηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων είναι στην ουσία της μια λογιστική τεχνολογία, συμβατή με το φορντιστικό πλαίσιο στο οποίο αναπτύχθηκε, η ταυτοποίηση του DNA είναι μια μέθοδος υψηλής επιστημονικής εξειδίκευσης που επιτελείται από βαθμοφόρους επιστήμονες στα εργαστήρια της ασφάλειας. Η παραγωγή της αλήθειας απομακρύνεται ακόμα περισσότερο από τον κοινωνικό έλεγχο, γίνεται στην κυριολεξία ένα προϊόν αστυνομικού εργαστηρίου.

Η ιστορία των δακτυλικών αποτυπωμάτων δείχνει, όμως, και κάτι ακόμα. Ότι τα νέα κατασταλτικά παραδείγματα δεν μπορούν να δημιουργήσουν ισχυρά συστήματα αλήθειας, αν δεν εξασφαλίσουν κοινωνική νομιμοποίηση. Στις νεωτερικά οργανωμένες κοινωνίες του μεσοπολέμου η κοινωνική αποδοχή της δακτυλοσκόπησης στηρίχθηκε στην ευκολία της συγκεκριμένης μεθόδου να εξιχνιάζει υποθέσεις μικρής εγκληματικότητας που διερρήγνυαν τον καθημερινό κοινωνικό ιστό. Στην εποχή της κοινωνικής αποδόμησης, της γενικευμένης ανασφάλειας και των πλανητικών ανθρώπινων χωματερών, η κοινωνική νομιμοποίηση της μεθόδου ταυτοποίησης DNA επιχειρείται μέσω της ταύτισής της με την εξιχνίαση υποθέσεων που εμπεριέχουν το «εξαιρετικό», το «ηθικό», το «δραματικό», ή το «φρικώδες».

Σήμερα στο πρόσωπο του αγωνιστή Άρη Σειρηνίδη η ελληνική αστυνομία επιχειρεί ένα διπλό πείραμα. Αφενός, να μεταφέρει το DNA από τον χώρο του «εξαιρετικού», του «ηθικού», του «δραματικού» και του «φρικώδους» στον χώρο των πολιτικών διώξεων. Αφετέρου, να καταστήσει τη μέθοδο ταυτοποίησης DNA το νέο αποκλειστικό σύστημα αλήθειας στα ελληνικά δικαστήρια. Η γελοιότητα του κατηγορητηρίου και η επιδεικτική περιφρόνηση από πλευράς δικαστών των απαλλακτικών για τον σύντροφο μαρτυρικών καταθέσεων και δακτυλοσκοπικών δεδομένων που εμπεριέχονται στη δικογραφία, αποδεικνύουν πως το διακύβευμα είναι η αλλαγή κατασταλτικού παραδείγματος. Τους λείπει μόνο η κοινωνική νομιμοποίηση.

Είναι ακριβώς για αυτό τον λόγο που αλληλεγγύη στον Άρη Σειρηνίδη δεν είναι μόνο η αλληλεγγύη απέναντι στον συνεπή κοινωνικό αγωνιστή και σύντροφο. Είναι η αντίσταση ενάντια σε μια ιστορική επίθεση του κράτους ενάντια στην αγωνιζόμενη κοινωνία. Αυτή, που δεν έχει πει ακόμη την τελευταία της λέξη. (Β.Σ.)

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *