Περί άκρων ο λόγος #3

ΜΙΧΑΛΟΛΙΑΚΟΣ:

"Μάθαμε ότι αυτές τις μέρες βρίσκεται στη χώρα μας ο Ευρωπαίος, λέει, επίτροπος για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, κάποιος κύριος Μούιζνιεκς. Ένας Μούιζνιεκς θα μας πει τι θα κάνουμε στην Ελλάδα. Στο διάολο ο κάθε Μούιζνιεκς, η κάθε Νew York Time, το κάθε Παρατηρητήριο του Ελσίνκι!"…."Έχετε αποδεικτικό βίντεο των νεκρών του Πολυτεχνείου;”

ΔΕΝΔΙΑΣ:

''Δεν ανακάλυψε ξαφνικά ο Guardian το θέμα. Δεν μπορεί έτσι να βλάπτεται ηθικά η ελληνική δημοκρατία. Καίμε τους κρατουμένους με αναπτήρα; Υιοθετούνται αυτά τα πράγματα χωρίς να έχουμε στέρεες αποδείξεις;''……."Το ρετουσάρισμα των φωτογραφιών έγινε για να ομοιάζουν οι συλληφθέντες με ένα μέσο άνθρωπο ώστε να αναγνωριστούν από τους φιλήσυχους πολίτες.”….”Υφίστανται θέμα βασανισμού συλληφθέντων μετά την σύλληψη τους ή τραυματισμός των τρομοκρατών κατά τη συμπλοκή και την αντίσταση τους πριν από τη σύλληψη τους;”…”Έχετε στοιχεία που να αποδεικνύουν τους βασανισμούς;”

Τέσσερις φωτογραφίες γέμισαν τις οθόνες μας προχθές για να μας δείξουν με το πιο χυδαίο τρόπο ότι οι βασανισμοί είναι πλέον παρόντες, και ίσως μέλλοντες, απέναντι στους πολιτικούς αντιπάλους της καθεστηκυίας τάξης. Δε θα ξεχάσουμε όμως πώς ξεκίνησαν στο παρελθόν: στα σώματα των μεταναστών, στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα και στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Και βέβαια, δίχως να αφήνουμε εκτός τόσο τον τραυματισμό του Γιάννη Δημητράκη που αιμόφυρτο και ριγμένο στο έδαφος, από σφαίρες που έχει δεχθεί, των κλωτσάγανε μπάτσοι σπάζοντας του τα πλευρά αλλά και τόσο τον Σιμό Σεϊσίδη που χτυπημένος σοβαρά στο πόδι – και αυτός από σφαίρα – ξυλοκοπήθηκε άγρια κατά η σύλληψή του. Υπάρχει μια συνέχεια ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν… αλλά δεν είναι αυτό το επίδικο μας τώρα. Το γιατί χρησιμοποιήθηκε πρόγραμμα ρετουσαρίσματος φωτογραφιών περιγράφηκε λίγο πιο πάνω από τον ίδιο τον υπουργό δημόσιας τάξης. Η δήλωση του, άλλωστε, μας προϊδεάζει καταλλήλως: αν δεν γινόταν η επεξεργασία των φωτογραφιών, οι συλληφθέντες μάλλον δε θα θύμιζαν έναν (μέσο) άνθρωπο. Εν μέσω, λοιπόν, αυτών των επιλογών το μήνυμα κατέστη κατανοητό… και πολλαπλό.

Η “ομολογία” των φωτογραφιών λειτουργεί ερμηνευτικά: είναι η λειτουργιά της Συμβολικής Τάξης . Συγκροτεί μέσα από αυτή έναν λόγο αλήθειας. Από αυτές τις σχεδόν αναλυτικές φωτογραφίες (μιας και το ρετουσάρισμα κάτι προσπαθεί να κρύψει) προσδοκά “επενέργειες μετάθεσης, εντατικοποίησης, αποπροσανατολισμού, τροποποίησης πάνω στην ίδια την επιθυμία. Στήσιμο μιας μηχανής παραγωγής λόγων, ικανών να λειτουργούν και να αποκτούν ισχύ μέσα στην ίδια την επιθυμητική οικονομία. Στόχος τους είναι η διαχείριση της επιθυμίας, η ένταξη της σε ένα σύστημα ωφέλειας, η ρύθμισή της για το γενικό καλό, η λειτουργιά της σύμφωνα με κάποιο βέλτιστο όριο.” [1]

Οι μεγάλοι ερμηνευτές των επιθυμιών βλέπουν να τους στερείται το πεδίο άσκησης της εξουσίας τους, το πεδίο των “ομολογιών” τους και ως εκ τούτου πρέπει να το αποκτήσουν πάλι, τουλάχιστον να το διεκδικήσουν από όσους πιστούς τους έμειναν. Και ταυτόχρονα να στείλουν το μήνυμα σε όσους το αμφισβητούν.

Ένα άλλο διακύβευμα είναι ο έλεγχος του “εκτός Δικαίου” πεδίου, του κατωφλιού του Νόμου, που είναι το κατεξοχήν πεδίο εμπλοκής της ζωής με το Δίκαιο. Σύμφωνα με το Μπένγιαμιν [2] η άσκηση βίας δεν αποτελεί κίνδυνο για την έννομη τάξη και τους εκτελεστές του νόμου ανεξαρτήτως προϋποθέσεων. Το σκανδαλώδες στοιχείο της βίας των “από-τα-κάτω” που δε μπορεί να γίνει ανεκτό από το Δίκαιο είναι ότι εμπεριέχει και αυτή μια “νομοθετική” ιδιότητα. Είναι η στιγμή της επανάκτησης, της αρπαγής της νομοθετικής βίας/εξουσίας από το κρατικό μονοπώλιο. Αυτό που τρομάζει λοιπόν το Δίκαιο, ειδικά σε μια τέτοια κοινωνική πολιτική και οικονομική ρευστότητα είναι η δυνατότητα μετασχηματισμού των συνθηκών από τους καταπιεσμένους. Είναι αναγκαίος όρος αυτοδικαίωσης ενός Δικαίου, η αναγνώριση του “εκτός” του, η ενσωμάτωση του, αλλά μόνο στο βαθμό που μονοπωλεί τη δικαίωση αυτή.

Πρόκειται για ένα συνεχές “παιχνίδι” με τα όρια του νόμιμου και του μη-νόμιμου, του παράνομου όπως επίσης και του χώρου “εντός” ή “εκτός” Δικαίου που σε καταστάσεις έκτακτης ανάγκης περιστέλλονται. Από τη μια γιατί το Σύνταγμα προϋποτίθεται ως συντακτική εξουσία, μιας και το υποκειμενικό στοιχείο είναι εκείνο που καθορίζει αν οι όποιες σχέσεις κοινωνικές, πολιτικές, βιοτικές θα βρίσκονται “εντός” νόμου, σύμβασης, ήτοι κανονικότητας. Και από την άλλη γιατί η εξαίρεση [3] από την έννομη τάξη, αν και δε μπορεί να γίνει αντικείμενο νομικής υπαγωγής αφετέρου είναι νομικά ειδοποιός. Εξαιτίας της θεσπίζεται Δίκαιο, αν και είναι εξωδικαιϊκή. Αυτό είναι ακριβώς και το σημείο σύνδεσης του παρελθόντος με το παρόν ή αν θέλετε το σημείο σύνδεσης και “θέσμισης” [4] των βασανισμών των μεταναστών με το βασανισμό των συλληφθέντων τόσο της αντιφασιστικής μοτοπορείας και της συγκέντρωσης αλληλεγγύης, όσο και του βασανισμού των συλληφθέντων της ληστείας στη Κοζάνη και στη Βέροια.

Στη προσπάθεια τους λοιπόν να ορίσουν και να ενσωματώσουν την “εκτός” δικαίου έκφραση της βίας θέτουν σε ισχύ μια σειρά μηχανισμών που έχουν το χάρισμα να αφυπνίζουν μέσα μας τους επαναλαμβανόμενους μικροφασισμούς της παιδικής μας ηλικίας: “Ας πρόσεχαν…. Δεν είχαν παρά να μην ανακατευτούν….. Καλά να πάθουν… Όποιος πηγαίνει για μαλλί βγαίνει κουρεμένος….”. Η μικροφασιστική ευχαρίστηση να θέτει κανείς κάποιον υπό το έλεος του, μπορεί να εκφραστεί τόσο με άμεση βια – να βγάλει τα φτερά από μια μύγα, να βασανίσει έναν χειροδεμένο άνθρωπο αλλοιώνοντας τα χαρακτηριστικά του προσώπου του – όσο και με νόμιμη βια – να επιχειρηματολογήσει με κυρίαρχο τρόπο σ' έναν συσχετισμό δυνάμεων που είναι μη αντιστρέψιμα ασύμμετρος. Η έκπληξη, η ταχύτητα της διαδικασίας, μια ολόκληρη τεχνική εκτοπισμού, η οποία συνδυάζεται μ' ένα “καλοσυνάτο” ύφος, χρησιμεύουν για να καθορίσουν ένα μέσο κοινωνικό κανόνα, τιμωρώντας τις διάφορες κινήσεις στο “περιθώριο”.

Το κατάφωρο της ενοχής του υποκειμένου εξαρτάται λιγότερο από τις πράξεις για τις οποίες κατηγορείται και περισσότερο από το είναι του αυτό καθεαυτό. Αν δεν έχει μόνιμη κατοικία, αν είναι μετανάστης, κινηματίας, αριστερός, αγωνιστής, αναρχικός, αν δεν ξέρει να εκφραστεί με σαφήνεια στη γλώσσα των δικαστών, τότε αυτό αποτελεί από μόνο του μια προδιάθεση ενοχής, ακόμα και αν η δικαιοσύνη, όπως μας λένε, έχει κάνει ένα μεγάλο βήμα προς “το Διαφωτισμό”, παραχωρώντας στον κατηγορούμενο το προνόμιο του τεκμηρίου τη αθωότητας. Μόνο που εδώ δεν έχουμε καιρό για χάσιμο. Ακόμα και αν τα υποκείμενα αθωωθούν, κοινωνικά ή πολιτικά, αυτό που πρέπει σύσσωμη η κοινωνία να καταδικάσει, χρησιμοποιώντας τη μπανανόφλουδα που πολλοί έχουν πατήσει και δεν είναι άλλη από “τη καταδίκη της βίας απ' όπου και αν προέρχεται”, είναι η κάθε μορφής αντίσταση – απ' όπου και αν προέρχεται – απέναντι σε μια κυβέρνηση και ένα καθεστώς που κορτάρει ανοιχτά τον Ολοκληρωτισμό. Τουλάχιστον, αυτά μας λένε αυτοί μέσα από τις εφημερίδες τους, τις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές τους εκπομπές και τα δελτία ειδήσεων. Το τι θα κάνουμε όμως εμείς, όπως και το τι θα πιστέψουμε είναι δική μας υπόθεση.

Το πέρασμα από τη μοναξιά του σπιτιού και των προβλημάτων στη συλλογική δημιουργία και ευφυΐα, από τη καταγγελία στην επίθεση, από τη διαμαρτυρία στην εξέγερση είναι πάντα ανοιχτό και δεν είναι ένα άλμα πίστης για να κερδηθεί με προσευχές.

σύντροφος κ. από την κατάληψη σκαραμαγκά

***

  1. Μισέλ Φουκώ, Η ιστορία της σεξουαλικότητας 1 (1978)
  2. Βάλτερ Μπένγιαμιν, Για μια κριτική της βίας (1921)
  3. Τζόρτζιο Αγκάμπεν, Κατάσταση εξαίρεσης (2007)
  4. Εθιμικό δίκαιο, όντας το δίκαιο που δεν είναι γραμμένο από τους θεσμικούς φορείς αλλά ακολουθείτε ωσάν τέτοιο λόγω της συνεχούς εφαρμογής του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *