Διασυλλογικό κείμενο από Ρεσάλτο, Σινιάλο, Θερσίτη, Αναρχικές-οι από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά, που μοιράζεται σε χιλιάδες αντίτυπα στις αντίστοιχες περιοχές.
Ούτε με το κόμμα της Τάξης
ούτε με το κόμμα της Ενσωμάτωσης
Σε μια περίοδο έντονης ρευστότητας και πόλωσης, τα πολιτικά και κοινωνικά διακυβεύματα πολλαπλασιάζονται με γεωμετρική πρόοδο. Το πρόβλημα, λοιπόν, για τους «από πάνω» δε θα μπορούσε παρά να είναι η λεγόμενη «ακυβερνησία». Ακυβερνησία, όχι με τη μορφή αδυναμίας συγκρότησης μονοκομματικού κυβερνητικού σχήματος αλλά με τη μορφή αδυναμίας άντλησης κοινωνικής νομιμοποίησης της Εξουσίας και των επιλογών της στο πεδίο της πολιτικής-οικονομικής διαχείρισης. Η αποτροπή ανεξέλεγκτων κοινωνικών μεταβλητών που θα μπορούσαν να ρηγματώσουν καταλυτικά την αστική κανονικότητα, οδήγησε το πολιτικό σύστημα στην επιλογή των εκλογών στις 6 Μάη (γνωρίζοντας εκ των προτέρων ότι δεν προμηνύονται εύκολες αυτοδυναμίες ή συμπράξεις). Ο ίδιος λόγος μετά τις εκλογές, το κάνει να «αφουγκράζεται» την «λαϊκή εντολή», και να σπεύδει να ψελλίσει περί επαναδιαπραγμάτευσης των «επαχθών οικονομικών όρων των μνημονίων». Οι εκλογές, με το «μαγικό» ραβδάκι της διαμεσολάβησης και της ανάθεσης, μπορούν να κάνουν έναν «ακυβέρνητο λαό», «κυρίαρχο λαό»…
Οι εκλογές της 6ης Μαΐου, πέρα από τις δημοσιογραφικές κοινοτοπίες, δεν ανέδειξαν νικητή τον ΣΥΡΙΖΑ, ούτε τους ναζί της Χρυσής Αυγής, ούτε κατέστησαν «τραγικά ηττημένο» τον δικομματισμό. Όλα αυτά είναι τα συστατικά στοιχεία της μορφής μιας παλινόρθωσης: της κοινωνικής (επανα)νομιμοποίησης συνολικά του «πολιτικού κόσμου», των κομμάτων, της αντιπροσώπευσης, της διαμεσολάβησης. Η γιορτή της δημοκρατίας έχει πάντα προαπαιτούμενη την κοντή μνήμη του «κυρίαρχου λαού». Τα 2 τελευταία χρόνια η κοινωνική δυσαρέσκεια και αποστροφή για το πολιτικό σύστημα και το «πολιτικό προσωπικό» μετατράπηκε σε ένα όμορφο καθημερινό χόμπι των «από κάτω» και μόνιμο άγχος των «κύριων με τα κουστούμια»: γιαούρτια, καφέδες, μπινελίκια σφύριζαν πάνω από τα κεφάλια τους σε κάθε δημόσια παρουσία τους, πολλοί ξυλοκοπήθηκαν, η μούντζα προς το κοινοβούλιο έγινε το φετίχ κάθε κοινωνικής εκδήλωσης στο Σύνταγμα, ενώ σε διάφορες κοινωνικές συγκρούσεις η επίθεση προς τη βουλή και τους πραιτωριανούς των ΜΑΤ που την φυλούσαν, έγινε καθολικό κοινωνικό επίδικο. Το σύνθημα «ντου στη Βουλή!» μπορεί να ήταν πολλές φορές θολό ως προς τις αφετηρίες και τις κατευθύνσεις του, παρόλ’ αυτά δημιούργησε εκείνες τις κοινωνικές ρηγματώσεις για περαιτέρω ριζοσπαστικοποίηση των κοινωνικών αγώνων και έγινε σημείο αναφοράς κοινωνικών αναζητήσεων και πειραματισμών. Δεν είναι τυχαία η ανάδυση των συνελεύσεων σε πλατείες σχεδόν σε όλες τις γειτονιές της Αττικής, σχεδόν σε όλες τις πόλεις του ελλαδικού χώρου. Ήταν μια αυθόρμητη και «από τα κάτω» απάντηση για το πώς μπορεί μια κοινωνία να παίρνει τις αποφάσεις και τις υποθέσεις στα χέρια της.
Η κοινωνική αμφισβήτηση και οργή της τελευταίας διετίας και ο ξεσηκωμός της 12ης Φλεβάρη, μέρα ψήφισης του 2ου μνημονίου, με τις εκατοντάδες χιλιάδες κόσμου στον δρόμο και τις πολύωρες συγκρούσεις, μετατράπηκαν σε εκλογικές αυταπάτες, σε κάλπες «τιμωρίας αυτών που μας οδήγησαν ως εδώ». Οι κοινωνικές ζυμώσεις και αγώνες τραβήχτηκαν πίσω, οι συγκρούσεις κατευνάστηκαν, η απαξία του πολιτικού συστήματος μετατράπηκε σε συμμετοχή στις κάλπες. Η αναστολή των κοινωνικών συγκρούσεων ήταν και μια περίοδος χάριτος και επανασυγκρότησης για ένα πολιτικό-κομματικό σύστημα σε παρακμή. Τα κοινωνικά αντανακλαστικά τράφηκαν προεκλογικά με φόβο όπως μετεκλογικά τρέφονται (και) με «ελπίδες».
Στην ουσία, αν κάτι επιβεβαίωσαν οι εκλογές, ήταν η κατάρρευση ενός αντιλειτουργικού πλέον δικομματισμού (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ), που αδυνατούσε να εκπληρώσει την «επικοινωνία» του με την κοινωνική βάση, να κρατήσει ζωντανό το χρυσό συμβόλαιο των πελατειακών του σχέσεων. Έτσι από τον δικομματισμό περνάμε στον διπολισμό (κεντροδεξιά-κεντροαριστερά, που αυτή τη στιγμή συγκροτείται με επίκεντρο τη ΝΔ και τον ΣΥΡΙΖΑ). Σε επίπεδο περιεχομένων, αυτός ο διπολισμός εκφράζεται ως ο πόλος της Τάξης και του Φόβου από τη μία (κεντροδεξιά) και ο πόλος της Ενσωμάτωσης και της Ελπίδας από την άλλη (κεντροαριστερά).
Η ρευστότητα παρόλ’ αυτά του εκλογικού αποτελέσματος δεν σημαίνει ταυτόχρονα και κοινωνική πόλωση. Αυτή απαιτεί πραγματικούς κοινωνικούς χώρους και χρόνους για να πραγματωθεί και όχι εκλογικά γραφήματα που μετριούνται με ποσοστώσεις επί τοις εκατό .
Η «μεγάλη νίκη» του ΣΥΡΙΖΑ δεν αποτελεί προβολή καμίας ουσιαστικά προοδευτικοποίησης της κοινωνίας κι αυτό είναι απολύτως αισθητό. Για παράδειγμα, δεν είναι μόνο ο Σύνδεσμος Ελλήνων Βιομηχάνων που δήλωσε πρόσφατα αποδοχή μιας κυβέρνησης υπό τον ΣΥΡΙΖΑ αλλά, αντίστοιχα, και η απουσία από μεριάς του ΣΥΡΙΖΑ κάθε αναφοράς στην αντιμεταναστευτική πολιτική ως προϋπόθεση για τη συγκρότηση κυβέρνησης (χαϊδεύοντας την υπολογίσιμη εκλογική “μάζα” των αντιδραστικών μικροαστικών στρωμάτων) ή οι παλινωδίες του σε σχέση με την καταγγελία ή μη του μνημονίου.
Η εκλογική ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ και η ανάδειξη του σε βασική συνιστώσα των εξελίξεων δεν είναι μια αντισυστημική επιλογή. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγγυάται την ενσωμάτωση των αγώνων και ειρήνευση των κοινωνικών συγκρούσεων. Επαναθεσμίζει την μεσολάβηση και τις πελατειακές σχέσεις (μέσα από υποσχέσεις για μη απόλυση δημοσίων υπαλλήλων, κατάργηση αντεργατικών νομοθεσιών – επαναφορά των κλαδικών συμβάσεων εργασίας, μείωση της φορολογίας στα χαμηλά στρώματα). Αναμασάει τα δόγματα της σοσιαλδημοκρατίας που αφήνουν ανέπαφες τις εκμεταλλευτικές δομές του καπιταλισμού, τις δομές της παραγωγής και υπόσχονται μια αναδιανομή στη σφαίρα της κυκλοφορίας του κεφαλαίου (μισθός, φορολογία, σύστημα υγείας και εκπαίδευσης κλπ). Σε αντίθεση με τον κεντροδεξιό πόλο που μπολιάζει τους νοικοκυραίους με φόβο και διλήμματα, η προοπτική μιας «αριστερής κυβέρνησης» τρέφει με ελπίδες και ψευδαισθήσεις…
Από την άλλη πλευρά, φαίνεται να διαμορφώνεται ένας κοινωνικός πόλος συντηρητικοποίησης γύρω από τις διάφορες συνιστώσες του πατριωτισμού και του ρατσισμού: από τους πατενταρισμένους ναζί της Χρυσής Αυγής μέχρι τους αγανακτισμένους νοικοκυραίους της ΝΔ και τους καμμένους πατριώτες…αποδεικνύει ότι ένα μεγάλο κοινωνικό κομμάτι συνέχεται στη βάση των πιο παραδοσιακών-συντηρητικών αστικών αξιών. Το τρίπτυχο «πατρίς-θρησκεία-οικογένεια» ανανεώνεται με το «έξω οι ξένοι / αστυνομία παντού / η ελλάδα στους έλληνες». Κι αν οι «ναζιστικές εκτροπές» της Χρυσής Αυγής κάνουν τη δημοκρατία να νιώθει άβολα για το παραπαίδι της, στην ουσία ο εκφασισμένος πόλος έχει ήδη εδώ και καιρό ενσωματωθεί στις συστημικές επιλογές-δυνατότητες. Η Χρυσή Αυγή ως προμετωπίδα μιας ισχυρής καθεστωτικής μερίδας (εξάλλου η μεγάλη της δύναμη βρίσκεται μέσα στους κόλπους του Στρατού και της Αστυνομίας -όπου οι δημοσκόποι υπολογίζουν τα ποσοστά της να φτάνουν το 50%), δεν αποτελεί απλά κάποια παρωχημένη απάντηση από τα παλιά, ούτε μόνο μια πολιτική εκδήλωση απογόνων χιτών, ταγματασφαλιτών και χουντικών, δεν αποτελεί ένα βαρίδι για τη δημοκρατία και πολύ περισσότερο μια «αντισυστημική απάντηση». Αντίθετα αποτελεί μια γραμμική απόρροια του «παιχνιδιού» της αστικής δημοκρατίας με τους ολοκληρωτισμούς, της μετατόπισής της σε μόνιμο καθεστώς «έκτακτης ανάγκης». Αποτελεί μια συνολικότερη απάντηση του συστήματος, το οποίο μπροστά στον ορατό κίνδυνο ευρύτερης αποσταθεροποίησης έχει αρχίσει να οργανώνει το κατάλληλο αντίβαρο στην αυξανόμενη ριζοσπαστικοποίηση μεγάλων κοινωνικών κομματιών τα τελευταία χρόνια (κυρίως μετά την εξέγερση του Δεκέμβρη 2008), να διαμορφώνει την «κοινωνική συμμαχία» της αντιεξέγερσης.
Ο κοινωνικός εκφασισμός βρήκε τις κοινωνικές του ρίζες μέσα από «μακεδονικά συλλαλητήρια», τη ρατσιστική προπαγάνδα των κάθε είδους Πρετεντέρηδων, την εμετική αντιμεταναστευτική ρητορεία υπουργών. Μέσα από «εθνικούς στόχους», γαλανόλευκα Euro και ολυμπιακούς αγώνες. Μέσα από πογκρόμ και Μανωλάδες μικρών και μεγάλων ελληνόψυχων αφεντικών. Μέσα από δόγματα Τάξης και Ασφάλειας. Μέσα από τη διαδικασία της ηθικής απαξίωσης των αποκλεισμένων και της ποινικοποίησης της εξαθλίωσης, όπως η δημιουργία στρατοπέδων συγκέντρωσης ή η ποινικοποίηση και διαπόμπευση των τοξικοεξαρτημένων-οροθετικών εκδιδόμενων γυναικών. Και όπως αποδείχτηκε, πορτιέρηδες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας ήταν τα φουσκωτά κατακάθια της Χρυσής Αυγής.
Η τάση πάντως προς συντηρητικοποίηση δεν αφορά αποκλειστικά και μόνο τον «προνομιακό» χώρο της χουντοδεξιάς αλλά συνολικότερα τον «πολιτικό κόσμο». Καθόλου τυχαία, οι πυλώνες του σοσιαλφιλελευθερισμού και σοσιαλφασισμού στο ΠΑ.ΣΟ.Κ., Χρυσοχοϊδης, Λοβέρδος και Διαμαντοπούλου, ήταν από τους πρώτους σε ψήφους, άσχετα από την απώλεια της έδρας της τελευταίας.
Ανάθεση ή αυτοοργάνωση, σύγκρουση ή κανονικότητα
Ξαναμπαίνοντας λοιπόν σε προεκλογικό χορό για τις 17 Ιούνη (μετά την αποτυχία συγκρότησης βιώσιμου κυβερνητικού σχηματισμού μετά την 6η Μάη) κέντρο του «δημόσιου διαλόγου» θα είναι η διλημματικού τύπου κεφαλαιοποίηση του φόβου από τη μία και της αγανάκτησης ή διαμαρτυρίας από την άλλη, του εκλογικού σώματος. «Ευρώ ή δραχμή», «τάξη ή ανασφάλεια» από τους κεντροδεξιούς πυλώνες του συστήματος και «αριστερά ή δεξιά», «ανάπτυξη ή υποτέλεια» από τους κεντροαριστερούς.
Στις νέες εκλογές θα υπάρξει μετατόπιση από την «ψήφο διαμαρτυρίας» στην «υπεύθυνη ψήφο» για τη συγκρότηση κυβέρνησης. Έτσι η άρση της κοινωνικής δυσπιστίας στον κοινοβουλευτισμό έρχεται να καθησυχάσει τους μεγάλους φόβους των «από πάνω»: και σε αυτή τη 2η προεκλογική περίοδο η πολιτική των «από κάτω» δε θα διαμορφώνεται στους δρόμους, τις πλατείες και τα πεζοδρόμια -όπως τα 2 τελευταία χρόνια-, δε θα διαμορφώνεται από τις κοινωνικές δυναμικές των αντιστάσεων, της αυτοοργάνωσης και της αλληλεγγύης, αλλά θα αφομοιώνεται, θα περιορίζεται και θα αδυνατίζει μέσα στο γήπεδο της αστικής δημοκρατίας, τις εκλογές, για την ανάδειξη νέων «σωτήρων» και «φωστήρων».
Οι ψευτοϊδεολογικές συγκρούσεις μεταξύ των επίδοξων πολιτικών διαχειριστών της εξουσίας όχι μόνο δεν προοιωνίζουν κάποια διασάλευση των πολιτικών δομών, όχι μόνο δεν ακυρώνουν τη «συνέχεια του κράτους», αλλά ταυτόχρονα επανοργανώνουν τους τρόπους που αποσπούν καταφάσεις και συναινέσεις από τους «από κάτω». Ξαφνικά, ένα ηττημένο και απαξιωμένο -μέχρι πριν λίγους μήνες- πολιτικό σύστημα, που έτρεμε από τις φυγόκεντρες δυναμικές κάθε συλλογικής κοινωνικής εκδήλωσης, καλεί σε «δράση» τους υπηκόους του, να «πάρουν τις τύχες στα χέρια τους», να «αποφασίσουν». Οι «σωτήρες» υπολογίζουν στην κούραση, την «αμνησία» και την απόγνωση των «από κάτω», οι οποίες θρέφουν τις λογικές της ανάθεσης και όχι της αυτενέργειας, της αντιπροσώπευσης και όχι της χειραφέτησης. Υπολογίζουν στα διλήμματα που εκβιάζουν κουτσουρεμένες και αποπροσανατολισμένες απαντήσεις.
Είναι δεδομένο, πως παρόλο που τα πάντα εξελίσσονται με γρήγορους ρυθμούς ενάντιά μας, ενώ ήδη από τις 15 Μάη βρισκόμαστε στο λαμπερό αστερισμό της εργοδοτικής ανθρωποφαγίας των ατομικών εργασιακών συμβάσεων, οι κοινωνικές αντιστάσεις έχουν πάθει καθίζηση, ακολουθώντας τον εκλογικό ρυθμό της απαιτούμενης κοινωνικής ομαλότητας, έχουν ενσωματωθεί-αποδυναμωθεί ως κουτσές ελπίδες σε πολιτικά-θεσμικά προγράμματα (προς πολιτικό όφελος των επίδοξων «φιλολαϊκών» μεταρρυθμιστών της αριστεράς)…
Την ίδια στιγμή τα κοινωνικά ερωτηματικά, οι αγωνίες και οι επιθυμίες που έχουν γεννηθεί μέσα από τους αγώνες των τελευταίων χρόνων, υποτάσσονται σε μία καταιγιστική κυρίαρχη προπαγάνδα από αριστερά και δεξιά, που «ερμηνεύει» και «δίνει απαντήσεις» στις εκφάνσεις της κρίσης: μεταρρύθμιση, επαναδιαπραγμάτευση, περιορισμός δαπανών, ανάπτυξη. Στην ουσία, μεταρρύθμιση σημαίνει διαχείριση και αναπαραγωγή της κοινωνικής εξαθλίωσης, επαναδιαπραγμάτευση σημαίνει καλύτερος συντονισμός με τα συμφέροντα των δανειστών, περιορισμός των δαπανών σημαίνει εκ νέου επίθεση σε εναπομείνασες προνοιακές παροχές, ανάπτυξη σημαίνει κέρδη πάνω στην κοινωνική λεηλασία.
Στην ουσία, θέλουν να πάψουμε να μιλάμε για όλα αυτά που συγκροτούν την καπιταλιστική βαρβαρότητα, θέλουν να αποδεχτούμε τους πειθήνιους ρόλους μας ως εργαζόμενοι, να γίνουμε ενεργά υποκείμενα σε «πατριωτικές θυσίες» και «εθνικούς στόχους», να βάλουμε πλάτη στις μεταρρυθμίσεις (εκεί που βάζαμε πλάτη για την «εθνική οικονομία»), να αναπαράγουμε την καθημερινότητα της περίφρακτης αστικής κανονικότητας.
Πρέπει όμως να καταλάβουμε πως ό,τι ακούγεται ως υπόσχεση από πάνω είναι ταυτόχρονα και μια νέα απειλή. Ό,τι οργανώνεται χωρίς εμάς, ό,τι αφήνουμε να οργανωθεί χωρίς εμάς, επιστρέφει πίσω απροσχημάτιστα επιθετικό. Όταν ψάχνουμε για σωτήρες θα βρεθούμε να τρώμε τις «ελπίδες» μας από το χώμα. Το να θεωρούμε πως η ψήφος είναι ή μπορεί να γίνει ένας σύμμαχος στην αλλαγή συσχετισμών δύναμης, ότι μπορεί να είναι κομμάτι μιας «ρεαλιστικής» τακτικής που θα υποβοηθήσει τους μετέπειτα αγώνες, είναι ένα ιστορικό ανέκδοτο. Εξάλλου, το αυταρχικό μετεκλογικό πλαίσιο διακυβέρνησης, οικονομικής και πολιτικής διαχείρισης, που έχουν ήδη θέσει τα ευρωπαϊκά και υπερατλαντικά διευθυντήρια, με αυστηρές υποδείξεις και εκβιαστικά διλήμματα («η ελλάδα πρέπει να τηρήσει τις δεσμεύσεις της αλλιώς θα τεθεί εκτός ευρώ»), δεν μπορεί και δεν πρόκειται να απαντηθεί από κανένα κόμμα και καμία κυβέρνηση, που θα διαπραγματευτεί απλά ένα πιο χαλαρό ή σφιχτό σενάριο εφαρμογής των συμφωνηθέντων με ταυτόχρονη διασφάλιση των συμφερόντων της εγχώριας άρχουσας τάξης.
Αν κάτι χρειάζεται περισσότερο από ποτέ είναι να συνεχίσουμε και να ενισχύσουμε τις μικρές και μεγάλες ρήξεις παντού: στην καθημερινότητα, στις γειτονιές, σε εργασιακούς και εκπαιδευτικούς χώρους. Να βαθύνουμε και να προεκτείνουμε αυτά που μάθαμε τόσο καιρό στους δρόμους και τις πλατείες, αυτόν τον γόνιμο κοινωνικό πειραματισμό που υπονομεύει τη συνέχεια της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της ανάθεσης, της διαμεσολάβησης.
Με την ευαισθησία της εξέγερσης, το πείσμα της ανυποταγής, την ισοτιμία της αυτοοργάνωσης, την αμοιβαιότητα της αλληλεγγύης, να πράξουμε εδώ-και-τώρα την επανάσταση στην καθημερινή ζωή, στην προοπτική μιας αυτοδιευθυνόμενης κοινωνίας ελευθερίας, ισότητας, αλληλοβοήθειας, κοινοκτημοσύνης, χωρίς εξουσία, ιεραρχία, ταξική διαίρεση, κοινωνικούς διαχωρισμούς και ρατσιστικές διακρίσεις.
Η συνειδητή αποχή από τις εκλογές είναι προϋπόθεση, αναπόσπαστο τμήμα και προέκταση του αγώνα για κοινωνικό και ατομικό αυτοκαθορισμό και ένα όπλο για την ουσιαστική καταστροφή των αυταπατών της κουλτούρας της ανάθεσης και των κυρίαρχων πολιτικών δόμων.
Ρεσάλτο (Κερατσίνι), Σινιάλο (Αιγάλεω), Θερσίτης (Ίλιον),
Αναρχικές-οι από τις δυτικές συνοικίες της Αθήνας και του Πειραιά