Με αφορμή την προβολή της ταινίας του Τόνι Γκατλίφ «Οι Αγανακτισμένοι» (Indignados)
Ένα κίνημα σε κίνηση…
Ένα χρόνο μετά και τα διακυβεύματα εκκρεμούν ακόμη. Ένα χρόνο μετά το κίνημα των πλατειών, τους «αγανακτισμένους» της πάνω και κάτω πλατείας· μετά την έξαρση των ρατσιστικών πογκρόμ στο κέντρο της Αθήνας εναντίον μεταναστών και μεταναστριών· μετά τους δύο κυβερνητικούς μετασχηματισμούς και τη μία εκλογική αναμέτρηση, τα περιεχόμενα του ανταγωνισμού είναι ακόμα εδώ. Και αναμένουν για να αναμετρηθούμε για ακόμη μία φορά μαζί τους.
του Δρ. Χ. Τζόουνς
Ο αλγερινής καταγωγής σκηνοθέτης Tony Gatlif, μαζεύει τα υλικά του, κατεβαίνει στο δρόμο και με «κινηματική» ευχέρια προσπαθεί να αποτυπώσει εικόνες από μία Ευρώπη σε «κίνηση». Εμπνευσμένος από το μπεστ-σέλερ «Αγανακτήστε!» του διπλωμάτη και συγγραφέα Stéphane Hessel, oι επιλογές είναι χαρακτηριστικές των προθέσεών του για ευκινησία και κινητικότητα: ένα πεντάλεπτο casting, μία κινητή HD κάμερα, ένα βιβλίο 32 σελίδων για σενάριο και ένα πλήθος εκατομμυρίων διαδηλωτών για πρωταγωνιστές. Αυτά είναι τα εργαλεία που χρησιμοποιεί για να δημιουργήσει μία αυτοχρηματοδοτούμενη και επίκαιρη ταινία 88 λεπτών που δεν θέλει απλά να καταδείξει αλλά να πάρει θέση, ισορροπώντας ανάμεσα στο ντοκουμέντο και στη μύθο, ανάμεσα στην πολιτική και στην τέχνη.
Ο καθένας στη ζωή και στην τέχνη, βέβαια, βλέπει μόνο ότι μπορεί να καταλάβει. Και ο Γκατλίφ καταλαβαίνει μόνο ότι μπορεί να δει. Οι προηγούμενες ταινίες του σκηνοθέτη επικεντρώνονταν γύρω από ένα στοιχείο: τη ζωή των Ρομά, την κοινωνική τους ταυτότητα, τις διακρίσεις εναντίον τους και το νομαδικό τρόπο ζωής. Κι ενώ οι το αντικείμενο που εστιάζει το φακό του αυτήν την φορά αλλάζει, παρόλα αυτά η οπτική του παραμένει ίδια. Ο ίδιος υποστηρίζει πως το κίνημα των καταλήψεων δεν βρίσκεται έξω από το στοιχείο του: «Είναι το ίδιο πράγμα. Υπάρχουν 500.000 άνθρωποι στο κίνημα που μετακινούνται. Ζουν σε αντίσκηνα. Είναι νομάδες. Οι Ρομά έχουν «καταλάβει» την Ευρώπη τα τελευταία 500 χρόνια»[1]. Και συνεχίζει σε μία προσπάθεια να συνδέσει νοητικά μετανάστες και «αγανακτισμένους» υπό το ίδιο πρίσμα: «Κανένα πλάσμα δεν είναι παράνομο. Πρέπει να διαγράψουμε αυτή τη λέξη, γύρω από την οποία γίνονται αδιανόητες αντιπαραθέσεις. Η χώρα προέλευσης αφορά τα αυτοκίνητα και τα εργαλεία. Να καταργηθούν οι φυλετικές διακρίσεις και να κρατήσουμε μόνο τους πολιτισμούς και τις παραδόσεις».
Ο Γκατλίφ, δυστυχώς, εγκλωβίζεται στον τρόπο που βλέπει τα πράγματα. Βλέπει μια γυναίκα μετανάστρια από την Αφρική (Μπέτυ) να αποβιβάζεται στην Ευρώπη, να μετακινείται με κάθε τρόπο από τα αστικά κέντρα στην ύπαιθρο και πάλι πίσω. Να τρέχει, δίχως προορισμό, με μοναδικό σκοπό μία καλύτερη ζωή και να τσουλάει σαν τενεκεδάκι, σαν πεταμένο «κάτι»: «άφησα τον τόπο μου, καλύτερα να είμαι άγριο ζώο εδώ, παρά ένας "παράνομος άνθρωπος" όπως τους αποκαλούν… είμαι χαμένη δεν ξέρω τι να κάνω», μονολογεί μέσα στο τρένο. Και στην προσπάθεια του να συναντήσει από κοινού τη Μπέτυ και την Ισπανίδα διαδηλώτρια στο τέλος της ταινίας, καταφεύγει σε μία λαθροχειρία.
Πρώτον, το μύθευμα της κινητικότητας σαφώς και δεν αφορά τους πάντες με τον ίδιο τρόπο. Η ελεύθερη μετακίνηση και διαμονή, κυρίως σε ό,τι αφορά τις δυτικές επικράτειες, είναι δυνατή μόνο για μια ελίτ δυτικών ανθρώπων, ενώ η πλειοψηφία των κατοίκων της γης δεν μπορεί να διασχίσει τα οποιαδήποτε σύνορα νόμιμα. Ο κοσμοπολιτισμός, ως πεδίο απεριόριστων δυνατοτήτων και στενά συνδεδεμένος με την έννοια της διευρυμένης κινητικότητας δεν μας αφορά όλους. Αλλά, ακόμη κι αν η συνάντηση μεταξύ των δύο κοριτσιών δεν έχει να κάνει με αυτό, ο Γκατλίφ διαπράττει μία ακόμη λαθροχειρία με οδυνηρά αποτελέσματα: απολιτικοποιεί την συνάντησή τους απονευρώνοντας τις πολιτικές προκείμενες που συνηγορούν σε αυτήν. Στην προσπάθειά του να «εξημερώσει» το άγριο ζώο και να τιθασεύει τα ωμά ένστικτα που κατοικούν στην ανθρώπινη υποκειμενικότητα, α-πολιτικοποιεί τις θυμικές εκφράσεις της. Έτσι για τον σκηνοθέτη, αλλά και για ένα μέρος των διαδηλωτών, η αγανάκτηση μπορεί και πρέπει να είναι μονάχα μη-βίαιη ενώ η οργή θα πρέπει να θεραπευτεί, για να μην εκπέσουμε, όπως η ηρωίδα, στην σφαίρα του πρωτογονισμού. Κατά τα λοιπά, η συνάντηση μεταξύ των δύο κοριτσιών θα πραγματοποιηθεί σε μια ειρηνική πορεία των «αγανακτισμένων», όπου θα φωνάξουν από κοινού τα ίδια συνθήματα, θα χορέψουν υπό τυμπανοκρουσίες ή θα ρίξουν καμιά μούτζα μπροστά από τη Βουλή και εν γένει θα διασώσουν την «ανθρωπιά» τους (πχ. με το μοίρασμα ενός μήλου) βρισκόμενες πλάι-πλάι στο πεδίο που η «αγανάκτηση», ως μία θυμική» έκφραση, θα ηγεμονεύει. Έτσι η βία θα εξοριστεί από την πολιτική μια και καλή – αφού δεν εμπίπτει στις κατηγορίες της ανθρώπινης υποκειμενικοποίησης άρα και πολιτικοποίησης – και έζησαν αυτοί καλά... Είναι η ίδια αφήγηση που θέλει την πολιτική πρακτική ως την πρακτική ενός συνόλου φιλελεύθερων ατομικοτήτων στη βάση ενός θυμικού συναισθήματος με τη βία εξορισμένη. Είναι η κυρίαρχη αφήγηση που στην πλατεία Συντάγματος έβλεπε «αγανακτισμένους πολίτες»[2] και όχι ένα πλήθος υποκειμένων που έφεραν διακριτές πολιτικές ταυτότητες – αν και πολλές φορές προσπαθούσαν να την κρύψουν – ή που λειτουργούσαν με συλλογικό τρόπο μέσα από αμεσοδημοκρατικές διαδικασίες.
Κι όμως, για εμάς, η Μπέτυ δεν είναι απλώς αγανακτισμένη, δεν είναι απλώς οργισμένη. Όπως και τα εκατομμύρια των διαδηλωτών, από την Αίγυπτο μέχρι την Ισπανία και την Ελλάδα. Όλοι αυτοί δεν είναι άγρια ζώα σε παραλογισμό. Είναι πολιτικά υποκείμενα…
Η συνάντηση μεταξύ ντόπιων και μεταναστών δεν γίνεται μονάχα στη βάση μιας κοινής βίαιης πρακτικής ως θυμικής έκφρασης · πολλώ δε μάλλον μίας μη-βίαιης αγανάκτησης ή οργής. Η συνύπαρξη και οι κοινοί αγώνες τους δεν προσδιορίζονται από νεφελώδεις κοινές «αγανακτήσεις» αλλά καθορίζονται και αποκτούν κινηματική υπόσταση όταν αίρονται οι διαχωρισμοί, όταν ρευστοποιούνται οι ταυτότητες στη βάση μιας συλλογικής που προσπαθεί να αποτινάξει την εκμετάλλευση και την καταπίεση.
Ο Γκατλίφ, παρόλες τις καλές προθέσεις του, αναπαράγει την θολή αφήγηση περί «αγανάκτησης και αντίστασης». Αν και προσφέρει ένα πλήθος όμορφων και δυνατών σκηνών και «στρατεύεται» κι αυτός από το μετερίζι του, δεν καταφέρνει να προσεγγίσει το θέμα με τρόπο ριζοσπαστικό. Ο σκηνοθέτης προσεγγίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι με τη διάθεση του εθνογράφου, του εξερευνητή, που παρατηρεί και μελετά την πραγματικότητα από-τα-έξω και καταλαβαίνει μόνο ότι μπορεί να δει. Πάσχει από πολιτική μυωπία κι ενώ συνεχώς εγκαλεί το κοινό να δει την αλήθεια μέσα από το δικό του κινηματογραφικό μάτι, δεν αντιλαμβάνεται κάποια οφθαλμική διαταραχή ή έστω μία «θολούρα». Έτσι κλείνει την ταινία με τα εξής λόγια γραμμένα σε ένα τοίχο: «Cada dia tus ilusiones se cruzan con las nuestras» (κάθε μέρα οι ψευδαισθήσεις σου σμίγουν με τις δικές μας). Το ζήτημα βέβαια είναι ακριβώς αυτό: να σταματήσουν να σμίγουν οι «ψευδαισθήσεις» μας, αλλά να συναντηθούν οι ελπίδες και τα οράματά μας. Για να μπορέσουμε να αναμετρηθούμε με τα διακυβεύματα της εποχής μας… για να συνεχίσει το κίνημα να κινείται.
Η κίνηση του Γκατλίφ ήταν μία κίνηση φιλίας, και μας άρεσε. Ας κλείσουμε, λοιπόν, με λίγα δικά του λόγια:
Η πτώση του καπιταλιστικού συστήματος οδηγεί τους λαούς σε κρίση και δυσκολεύει τη ζωή για εκατομμύρια ανθρώπους που αναγκάζονται στην ανεργία και τη φτώχεια. Οι σκοτεινές στιγμές που ζούμε μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμη χειρότερες καταστάσεις, στην αύξηση της ξενοφοβίας και της ρατσιστικής βίας σε ένα πόλεμο πολιτισμών που θα στρέψει τα έθνη το ένα ενάντια στο άλλο. Το σινεμά, όπως η λογοτεχνία, η μουσική και οι άλλες τέχνες, πρέπει να σταθεί εμπόδιο
Συντελεστές
Σκηνοθεσία: Tony Gatlif
Πρωταγωνιστεί: Mamebetty Honore Diallo
Παραγωγοί: Chris Bolzli, Georges Fernandez, Tony Gatlif, Romain Malbosc, Delphine Mantoulet, Claudie Ossard, Matilde Rubio
Φωτογραφία: Colin Houben, Sebastien Saadoun
Μοντάζ: Stephanie Pedelacq
Ήχος: Pierre Bompy, Jean-Barthelemy Velay, Philippe Welsh, Adam Wolny
Μουσική: Valentin Dahmani, Delphine Mantoulet
Έτος: 2012
Γεια χαρά
υπάρχει link και subs?
Συντροφικά
Δυτυχώς όχι. Υπάρχουν μονάχα στο ηλεκτρονικό αρχείο της βιβλιοθήκης, στείλτε ένα μέιλ στην κατάληψη για να συννενοηθούμε [pat61skar@gmail.com].
Συντροφικά,
ομάδα προβολών