Στο πεδίο των κοινωνικών συγκρούσεων πολύ συχνά μια επιμέρους νίκη δύναται να προβεί πιο καταστροφική από μια ολοκληρωτική ήττα. Αυτό αντικατοπτρίζεται σε αναρίθμητα «επιμέρους» κινήματα από το ΄60 και μετά. μέρος των αιτημάτων τους υλοποιήθηκαν και ενσωματώθηκαν στη λειτουργία του συστήματος. Με αποτέλεσμα, η ολοκληρωτικότητα της ήττας που δεν ήρθε να μετουσιώνεται σε ολοκληρωτικότητα απουσίας. Ελπίδας και διεξόδου.
Κάτι ανάλογο μπορεί να ειπωθεί για το οικολογικό κίνημα και τις διάφορες συνιστώσες του. Η μερική του νίκη, που το έχει φέρει σε περίοπτη θέση κάθε πολιτικής ατζέντας της κυριαρχίας, αντανακλά την ίδια του την ήττα. Σαν αιχμάλωτος πολέμου, που έσωσε τη ζωή του καταδίδοντας ασυστόλως, η οικολογική ευαισθησία ντύνει κάθε σχεδόν πράξη λεηλασίας και καταστροφής του φυσικού κόσμου.
Τα βιολογικά προϊόντα και η οργανική καλλιέργεια αποτελούν μια από τις πλέον διάσημες συνιστώσες της στροφής προς την οικολογία. Σε επίπεδο ορισμών, βιολογικά είναι τα προϊόντα της βιολογικής ή οργανικής γεωργίας. Η βιολογική ή οργανική γεωργία είναι χοντρικά η μέθοδος καλλιέργειας χωρίς τη χρήση χημικών λιπασμάτων και χημικών εντομοκτόνων. Σε επίπεδο ουσίας τα βιολογικά προϊόντα συμπυκνώνουν δυο πανίσχυρα σύγχρονα ιδεολογήματα της κυριαρχίας: αυτό της ανάγκης σωτηρίας του πλανήτη και αυτό του υγιεινισμού.
Σ΄ ότι αφορά το πρώτο, η κατάσταση έχει λίγο πολύ ως εξής: ο πλανήτης μας –μητέρα γη για τους πλέον ξεδιάντροπους- νοσεί. Σ΄ αυτό το σημείο δεν έχει τόσο σημασία αν η αιτία της νόσου είναι ο ίδιος ο άνθρωπος που τον λυμαίνεται ή όχι. Ο λόγος της κυριαρχίας –επιστήμονες, πολιτικοί και θινκ τάνκερς- φροντίζει να παρουσιάζει το όλο θέμα κάπως μεταφυσικά, ήτοι, τα δάση δε φροντίζονται και πεθαίνουν, δε νοιαζόμαστε για τα νερά και αυτά στερεύουν και ούτω καθεξής, αφήνοντας άλυτη την απορία του πως όλες αυτές οι θνησιγενείς οντότητες κατάφερναν και την έβγαλαν καθαρή για τόσα εκατομμύρια χρόνια πριν την έλευση του καπιταλισμού. Ο λόγος της αριστεράς , της οικολογίας και της προόδου συμφωνεί για τον επικείμενο θάνατο του φυσικού κόσμου, μόνο που κατηγορεί τον καπιταλισμό γι΄ αυτό. Ας είναι. το σημαντικό όπως είπαμε είναι ότι αμφότεροι συναινούν στην ανάγκη σωτηρίας του πλανήτη. Τα διαρκώς αποψιλούμενα τροπικά δάση προσομοιάζονται –και σε περισσότερα των απλώς συμβολικώνεπίπέδων- με τα λιμοκτονούντα παιδάκια της μπιάφρα και της αιθιοπίας. Η κοινή τους μιζέρια εγκαλεί την ανθρωπότητα σε –εθελοντική- δράση, για τη σωτηρία τους.
Από ότι φαίνεται οι μαρτυρίες, τα μαρτύρια αν το προτιμάτε σε ουδέτερο τόνο, των ιθαγενών της αμερικής, αυστραλίας και αφρικής, δια το ποιον και τη φύση της σωτηρίας δε δύνανται να αναχαιτίσουν την καταστροφική λαίλαπα του ανθρωπισμού και της οικολογικής ευαισθησίας. Απλά χάριν ιστορικής αλήθειας να αναφέρουμε ότι ελάχιστοι στο πρόσφατο παρελθόν δήλωσαν ξεκάθαρα: «να μια νέα γη και χιλιάδες μελλοντικοί εργάτες της, πάμε να τους ρουφήξουμε πόρους και υπεραξία», αντ΄ αυτού όλοι συναίνεσαν στην εικόνα ενός πεινασμένου/δυστυχή/απολίτιστου/ξεθεωμένου στη δουλειά/καταδικασμένου στην κόλαση ιθαγενή και έτρεξαν να τον σώσουν. Με άλλα λόγια, σαφώς η σωτηρία είναι ούτως ή άλλως μια μορφή κυριαρχίας, αλλά στον συγκεκριμένο κόσμο μας όπου περιφέρεται ως λάβαρο, το ισοδύναμο της είναι στυγνή εκμετάλλευση και αφανισμός.
Ο υγιεινισμός ενώ στηρίζεται σε ένα πάνω κάτω λογικό αίτημα –αυτό της ευεξίας σε σωματικό επίπεδο- χρησιμοποιεί τα ίδια τεχνάσματα με την «ανάγκη σωτηρίας του πλανήτη», σε μια ιδεολογική κατασκευή πλήρους παραλογισμών, μυθευμάτων και μωρολογιών. Ο πλανήτης που νοσεί, γίνεται σώμα που νοσεί και ακόμη περισσότερο: ζωή που δείχνει να καταρρέει κάτω από το βάρος της ίδιας της ζωικότητας της. Το ανθρώπινο σώμα παρουσιάζεται έρμαιο των σύγχρονων συνθηκών ζωής, με αναρίθμητα μικρόβια και ιούς να καραδοκούν για να διαρρήξουν την ακεραιότητά του, τροφές, ουσίες και καθημερινές συνήθειες που θα το πλήξουν ανεπανόρθωτα. Η τυραννία της υγείας, πατάει πάνω στην κατασκευή του εξατομικευμένου υγιειούς σώματος και δημιουργεί το μύθο ενός σώματος υπό κατάρρευση. Απαιτείται μόνιμη ιατρική παρακολούθηση, διαρκής επαγρύπνηση, εμβόλια και τεστ παπ, αποχή από τσιγάρα, ποτά, ψυχότροπα, πειθαρχία και καθημερινή άσκηση, αέναα ψυχαναλυτικά σέσσιονς και κυρίως παράδοση του σώματος στους ειδικούς: γιατρούς ή για τους πιο ψαγμένους, θεραπευτές.
Παρόλο που το σύγχρονο προσδόκιμο ζωής είναι υψηλότερο από κάθε άλλη γνωστή ιστορική εποχή, η τυραννία της υγείας, επιμένει στην κατασκευή νοσογόνων συνθηκών και συνηθειών, φυλακίζοντας το σώμα σε ένα σωρό παράλογες απαγορεύσεις και καταναγκασμούς. Ένα εκατομμύριο άνθρωποι βρίσκουν το θάνατο ετησίως παγιδευμένοι στα οχήματά τους κι ωστόσο η αγορά νέων αυτοκινήτων επιδοτείται. για μια στατιστική εκτίμηση πιθανούς βλάβης στην υγεία ωστόσο, άνθρωποι φυλακίζονται ή δέχονται πρόστιμα για το τι καπνίζουν, ρουφάνε ή καταπίνουν. Παράλληλα το ιδεολόγημα του υγιεινισμού, δανείζεται στοιχεία από αυτό της καθαρ(ι)ότητας κατασκευάζοντας ένα αποτρόπαιο και έσχατα εξατομικευμένο ανθρώπινο ον: τρεφόμενο με καθαρές τροφές, με τις υγιεινότερες των συνηθειών και ξοδεύοντας όλο τον ελεύθερο χρόνο του στη θεραπεία:ψυχανάλυση, βελονισμό, αρωματοθεραπεία, αγιοουβέρδα. Με το ρέσκιου ρέμεντυ πάντα ανά χείρας, το υγιές ανθρωπάριο, αυτοϊκανοποιείται με την αφήγηση της ατομικής του υγείας, στα πρότυπα της, ναζιστικών καταβολών, ιδεολογίας της υγείας.
Λίγο πολύ, μέχρι κ το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, η γεωργία ως επί το πλείστων ήταν αυτό που θα λέγαμε σήμερα, βιολογική. Οι εξελίξεις στην τεχνολογία και στη χημεία –εν μέρει και ως άμεση συνέπεια του 2ου παγκόσμιου μακελειού και των τεχνολογικών καινοτομιών του- καθώς επίσης και μια νέου τύπου πίστη στην επιστήμη και τις υποσχέσεις της, λείαναν το έδαφος για την πράσινη επανάσταση. Την επιτάχυνση και μεγιστοποίηση της γεωργικής παραγωγής δηλαδή με τη βοήθεια της επιστήμης. Και επί το προκείμενο της χημικής βιομηχανίας, που μετέτρεψε όπλα μαζικής καταστροφής σε αζωτούχα λιπάσματα και εξόπλισε τον αγρότη με ένα ολόκληρο χημικό οπλοστάσιο για την καταπολέμηση των ζιζανίων και των εντόμων.
Δε χρειάστηκαν παρά λίγες δεκαετίες για να γίνουν εμφανή τα καταστροφικά αποτελέσματα του νέου θαυμαστού κόσμου. Τα εκατομμύρια αγροτών με καρκίνους, τα ολοένα και αυξανόμενα δείγματα ραγδαίας πτώχευσης του εδάφους, η καινοτομική έννοια της μόλυνσης που εξαπλωνόταν σε παγκόσμιο επίπεδο, σε ύδατα, έδαφος, αέρα και τροφική αλυσίδα, συνέπεσαν με την άνοδο του οικολογικού κινήματος. Έτσι, η επιστροφή κατά κάποιο τρόπο, στις παλιότερες μεθόδους καλλιέργειας, βαφτίστηκε -σε αντιδιαστολή με την καινούργια μέθοδο- βιολογική γεωργία.
Στη βιολογική γεωργία, δίνεται έμφαση στον εμπλουτισμό του χώματος με οργανικές ουσίες (χούμο) και στην καταπολέμηση των ασθενειών με φυσικά ή οργανικά σκευάσματα. Παράλληλα, οι καλλιεργήσιμες ποικιλίες οφείλουν να είναι μη-γεννετικά τροποποιημένες. Με λίγα λόγια, η ουσιαστική διαφορά της βιολογικής γεωργίας, από τη συμβατική είναι η έλλειψη χημικών πρόσθετων τόσο στο έδαφος όσο και στο τελικό προϊόν
Όλα όμως τα υπόλοιπα παραμένουν σχεδόν ίδια. Οι μονοκαλλιέργειες, η εξάρτηση από εταιρείες πιστοποίησης σπόρων και καλλιέργειας, η εξόντωση των φυσικών, άγριων ποικιλιών από τις εξημερωμένες, η διάβρωση και υποβάθμιση του εδάφους, ο μετασχηματισμός της αγροτικής παραγωγής σε μια σειρά από εργοστάσια που ανήκουν σε λίγους μεγαλοτσιφλικάδες ή εταιρείες, η εναρμόνιση με τα κεντρικά πλάνα παραγωγής, η καταστροφή δασών και φυσικού κόσμου για τη δημιουργία χωραφιών, αποτελούν κοινή πραγματικότητα τόσο για τη βιολογική, όσο και για τη συμβατική γεωργία. Γι’ αυτό ίσως και τα βιολογικά προϊόντα που κατακλύζουν τα σουπερμάρκετ του αναπτυγμένου κόσμου, δείχνουν όλο και περισσότερο σαν τα συμβατικά. Και έχουν και την ίδια ανούσια γεύση
Η διάβρωση του εδάφους ως αποτέλεσμα της καλλιέργειας υπάρχει πολύ πριν την εμφάνιση των χημικών, ενώ ήδη από τις αρχές του περασμένου αιώνα ήταν σχεδόν αδύνατο να βρεθούν οι αρχικές, φυσικές ποικιλίες των κυριότερων καλλιεργήσιμων ειδών –καλαμπόκι, στάρι ή σόγια π.χ. Η μονοκαλλιέργεια φτωχαίνει το ίδιο το έδαφος είτε χρησιμοποιούνται χημικά είτε όχι και η ανάγκη για μεγάλες παραγωγές σε τυποποιημένα προϊόντα με μεγάλο περιθώριο κέρδους, ελαχιστοποιεί την ποιότητα, ανεξαρτήτως της τεχνολογίας παραγωγής. Πράγματι, η βιολογική γεωργία δεν επιβαρύνει το περιβάλλον με χημικά, απαιτεί όμως εξίσου δρόμους, αποψίλωση δασών, εξάλειψη των υδάτων, μηχανήματα, συσκευασίες και ούτω καθεξής.
Παράλληλα, η πιστοποίηση των προϊόντων ως βιολογικά δημιουργεί μια νέα εξάρτηση των αγροτών από τις εταιρείες. Στο επίπεδο των σπόρων π.χ., ο αγρότης οφείλει να χρησιμοποιήσει πιστοποιημένους από συνήθως εργαστηριακά αναπαραγόμενα φυτά- σπόρους ή φυτώρια, καθώς πολύ συχνά οι παραδοσιακές, φυσικές ή από χρόνια προσαρμοσμένες ποικιλίες δε θα πάρουν την πολυπόθητη πιστοποίηση. Έτσι μειώνεται η βιοποικιλότητα, ενώ παράλληλα αυξάνεται η εξάρτηση του αγρότη και κατ’ επέκταση της γεωργίας, από τις εταιρείες.
Ωστόσο η ταμπέλα «βιολογικό» παράγει αυτόματα ένα φαντασιακό, εναρμόνισης με τη φύση και υγείας. Και ο καταναλωτής δεν ψάχνει πλέον για μικρούς ή ποιοτικούς παραγωγούς, που εξ΄ ορισμού παράγουν καλύτερη ποιότητα με πολύ μικρότερη περιβαλλοντική όχληση ή καταστροφή, αλλά για την ένδειξη «βιολογικό». Ο κτηνοτρόφος για παράδειγμα που μαντρώνει τα ζώα του σε κλουβιά και τα ταΐζει με πιστοποιημένες, εργοστασιακά παραγμένες, βιολογικές τροφές, θεωρείται –εντελώς παράλογα- ότι παράγει καλύτερο προϊόν και είναι και πιο κοντά στη φύση από αυτόν που παραδοσιακά αφήνει τα ζώα του να βοσκάνε από τα γύρω δάση και που αδυνατεί να πάρει πιστοποίηση, καθότι το δάσος δεν είναι βιολογικά πιστοποιημένο.
Μ΄ άλλα λόγια, η παθητική εμπιστοσύνη στις ευεργετικές δυνατότητες της χημικής βιομηχανίας, αντικαθίσταται αυτούσια από την παθητική εμπιστοσύνη στους ειδικούς της υγείας. Ο άνθρωπος συνεχίζει να καταναλώνει κάτι για το οποίο δεν έχει ιδέα του πως, που και από ποιους παράχθηκε, μόνο που πλέον το πληρώνει και λίγο ακριβότερα.
Η βιολογικότητα των προϊόντων τροφής χρησιμεύει ως παραπέτασμα καπνού για την απόκρυψη του βασικού προβλήματος της γεωργίας: αυτό δηλαδή της μαζικοποίησης και εκβιομηχάνισής της. Το γεγονός ότι όλο και μεγαλύτερα τμήματα γης ανήκουν σε μια σειρά από πολυεθνικές και άρα η ποιότητα, οι τιμές και η ίδια η φύση της τροφής είναι άμεση συνάρτηση ενός –παραδοσιακά ανηλεούς- ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, καθώς και συγκεκριμένων βιοπολιτικών συμφερόντων, αποτελεί το βασικό πρόβλημα της γεωργίας. Έτσι το ζητούμενο δε θα έπρεπε να είναι η βιολογικότητα της καλλιέργειας γενικά και αφηρημένα, αλλά η αλλαγή των σχέσεων στη γεωργική διαδικασία. Από αυτή την άποψη, η ύπαρξη δικτύων μικρών παραγωγών, έστω και χωρίς πιστοποίηση βιολογικής καλλιέργειας, είναι σαφώς πιο ελπιδοφόρα ως προοπτική από τη αντιμετώπιση της τροφής ως ένα οποιοδήποτε προϊόν: μαζικά παραγόμενο και πλήρως εναρμονισμένο στις –συχνά απάνθρωπες- απαιτήσεις της αγοράς. Ομοίως, σ’ ότι αφορά τους καταναλωτές, η προσπάθεια επαφής με τους μικρούς παραγωγούς και η σχημάτιση δικτύων τροφής, όπου κανείς μπορεί να έρθει σε επαφή τόσο με τους παραγωγούς όσο και με τον τρόπο παραγωγής, θα έχει σαφώς πιο θετικά αποτελέσματα στην καλυτέρευση της ποιότητας της διατροφικής σχέσης, από ότι το κυνήγι των βιολογικών προϊόντων.
Χρειάζεται να επικεντρώσουμε την κριτική μας στο προφανές: τη βιομηχανία τροφής και όχι στην πρόκριση άλλης μιας «καινοτόμας» τεχνολογίας της όπως η βιολογική καλλιέργεια. Σαφώς και η μη-χρήση χημικών δε μπορεί παρά να αποτελεί σημαντικό ζήτημα, εντούτοις φαντάζει εξαιρετικά μικρό μπροστά στο σημαντικότερο: την αέναη επέκταση της εκβιομηχανοποίησης κάθε πτυχής της ανθρώπινης δραστηριότητας. Η δημιουργία άμεσων σχέσεων και δικτυώσεων μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών και η προσπάθεια ει δυνατόν αποδόμησης αυτού του δίπολου, φαντάζει ως μόνη αξιοπρεπή και λογική κίνηση σε μια χρονική συγκυρία που το ίδιο σύστημα που παρήγαγε τις διατροφικές και οικολογικές κρίσεις του τελευταίων χρόνων, επιχειρεί να τις παρακάμψει βάφοντας τες πράσινες.
Συλλογική Κουζίνα