Το ελληνικό κράτος βρίσκεται στα πρόθυρα της «χρεοκοπίας» και της «καταστροφής». Το διογκωμένο «έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών», «η ελλιπής ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας», «το υδροκέφαλο, υπερ-σπάταλο κράτος» και η «απαξίωση των θεσμών» παρουσιάζονται ως ανοιχτές πληγές οι οποίες πρέπει να θεραπευτούν άμεσα.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η ελληνική οικονομία έχει διαρθρωτικά προβλήματα. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι μετά από κάθε μεγάλη οικονομική κρίση, όπου οι εγγενείς αντιφάσεις του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής εντείνονται, η ελληνική οικονομία χρεοκόπει, όπως το 1893 και το «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» του Χ. Τρικούπη ή το 1932 και τη «μάχη της δραχμής» επί Ε. Βενιζέλου. Γεγονότα που απομυθοποιούν το ότι «την κρίση την κληρονομήσαμε» από έξω ή το ότι βρεθήκαμε στη δύνη «κακών» κερδοσκόπων. Τα προβλήματα έχουν να κάνουν αφενός με τις αντιφάσεις που προκύπτουν από την δόμηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού, αφετέρου από τις αντιθέσεις που υπάρχουν στους ευρύτερους καπιταλιστικούς σχηματισμούς (ΕΕ) που αυτή συμμετέχει. Απλά σε περιόδους κρίσεων οι αντιφάσεις αυτές τυγχάνει να οξύνονται.
«Επειδή η κρίση που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία είναι συνολική και πολύπλευρη ανάλογη πρέπει να είναι και η απάντηση…οριστική απομάκρυνση από συμπεριφορές, νοοτροπίες και πολιτικές του παρελθόντος που μας έφεραν στη σημερινή δεινή κατάσταση» διατυμπανίζει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος στην ετήσια έκθεσή του για την ελληνική οικονομία. Από την άλλη οι κονδυλοφόροι ταγοί του συστήματος με οιμωγές διαπιστώνουν ότι «παραμένουμε θύματα των αδύναμων θεσμών, της έλλειψης προσωπικής πειθαρχίας και της ανομίας που μας έφεραν ως εδώ».
Μιας και ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής και αναπαραγωγής σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας δεν αμφισβητείται έρχεται και ξαναεπικυρώνεται με ακόμα πιο βίαιους όρους. Δεν φταίει ο νεοφιλελευθερισμός. Δεν φταίνε οι κοινωνικές συνθήκες που υποθάλπουν και αναπαράγουν τόσο τις συλλογικές όσο και τις μεμονωμένες συμπεριφορές.
Φταίμε εμείς που παρασυρθήκαμε από την ανεξέλεγκτη ηδονή της «απόλαυσης», απομακρυσμένοι από κάθε ίχνος «ηθικής». Φταίει η υπερβολική κρατική παρεμβατικότητα που υπήρχε σε όλες τις αγορές. Φταίει η ανελαστική αγορά εργασίας με τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας, τα συνδικάτα και τις απεργίες. Φταίνε όλοι οι παράγοντες που επηρέαζαν την εξασφάλιση του «κατάλληλου επιχειρηματικού κλίματος», το οποίο θα οδηγούσε και την ελληνική κοινωνία-οικονομία σε ανάπτυξη και μεγέθυνση. Και το Μνημόνιο σε συνδυασμό με τις νομοθετικές ρυθμίσεις σε εργασιακά και ασφαλιστικό “για τις ανάγκες εφαρμογής προγράμματος σταθερότητας της Ελληνική Οικονομίας” έρχονται να επικυρώσουν ακόμα πιο βίαια, θεσπίζοντας νέα μέτρα, τη σύγκλιση στο δόγμα του Ορθού, Μοναδικού και Υπεύθυνου νεοφιλελευθερισμού.
Έτσι η λύση μέσα σε αυτή τη συγκυρία πρέπει να είναι άμεση μα πάνω απ’ όλα Υπεύθυνη, δεδομένου ότι η έκτακτη συνθήκη της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης απαιτεί έκτακτα μέτρα. Πάνω σε αυτή την αναγκαιότητα στήνεται μια στρατηγική τακτική επίθεσης προκειμένου να αποφευχθεί ταχύτατα οποιοσδήποτε κίνδυνος απειλής και αντίστασης που θα μπορούσε να προκύψει μέσα από μια κλιμακωτή μεταρρύθμιση. Μια στρατηγική τακτική επίθεσης προκειμένου να ποδοπατηθεί η όποια πιθανή αντι-στράτευση στο «καθολικό συμφέρον» της κοινωνίας αρνούμενη την οικοδόμηση της κοινωνικής συναίνεσης.
«Οι πολιτικές…της δεκαετίας του 1980, μέσω της συμπίεσης της οικονομίας και των δημοσίων δαπανών, ήταν το πρόσχημα για το τσάκισμα των εργατών»
Άλαν Μπάντ (Οικονομικός Σύμβουλος της Θάτσερ)
Τη στιγμή που κράτος και κεφάλαιο πυορροούν σε κάθε άγγιγμα, η μνήμη άθελά της προβάλλει το όχι και τόσο μακρινό παρελθόν ως μια εικόνα διαφορετική καλύτερη, τέλεια. Μια εικόνα μπροστά στην οποία το παρόν φαντάζει ξεπεσμένο, λειτουργώντας ως το αρχιμήδειο σημείο στήριξης απ’ όπου ατενίζουμε το μέλλον με κάποια αισιοδοξία. Ξεχνώντας ότι το σήμερα είναι απλά η όξυνση του τότε…
Ζητούμενο για εμάς δεν μπορεί να είναι άλλο από το να βάλουμε στο επίκεντρο της κριτικής και της επίθεσής μας τον ίδιο το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και αναπαραγωγής σχέσεων εκμετάλλευσης και εξουσίας. Ζητούμενο για εμάς δεν μπορεί να είναι άλλο από την άρνηση του «κοινού συμφέροντος». Ζητούμενο για εμάς δεν μπορεί να είναι άλλο από το να επικοινωνήσουμε, να συλλογικοποιήσουμε και να οργανώσουμε τις ανάγκες μας. Ζητούμενο για εμάς δεν μπορεί να είναι άλλο από τη δημιουργία των σχέσεων και των όρων εκείνων που θα κάνουν το πρόταγμα της κοινωνικής-ταξικής επανάστασης ακόμα πιο απτό. Τα θέλουμε όλα.
Όποιος των αγώνα έχει ξεχάσει να μοιράζεται θα μοιραστεί την ήττα.