Τους τελευταίους μήνες η ελληνική πραγματικότητα φαίνεται να βρίσκεται παντού: στην τηλεόραση, στις ιστοσελίδες και τα blog, στις πολιτικές και οικονομικές ειδήσεις των εφημερίδων σε όλο τον κόσμο. Αναφορές σε μια επικείμενη καταστροφή που ξεπερνάει τα εθνικά σύνορα για να διεμβολίσει έναν ανήσυχο ύπνο, όλη εκείνη τη νάρκωση που επιβλήθηκε κοινωνικά επί δεκαετίες –και που αυτή τη στιγμή με έναν οδυνηρό τρόπο λαμβάνει τέλος.
Στο επίκεντρο δεν είναι η πιθανή ή επικείμενη χρεοκοπία μιας χώρας. Ό,τι καταρρέει είναι ένα ολόκληρο στάδιο του μεταβιομηχανικού καπιταλισμού, μια ιστορία που ξεκίνησε εδώ και πάνω από τρεις δεκαετίες με την ανάδυση του νεοφιλελευθερισμού ως οικονομικού μοντέλου από τη Σχολή του Σικάγου για να κατισχύσει πολιτικά με τη Θάτσερ και τον Ρέιγκαν. Δεκαετίες παγκοσμιοποίησης και ανελέητης επέκτασης της χρηματοπιστωτικής μηχανής και του πολυεθνικού κεφαλαίου σε βάρος της κοινωνικής πραγματικότητας. Στον πυρήνα της, ένας εντατικός κοινωνικός και ταξικός πόλεμος που συγκέντρωσε τον παγκόσμιο πλούτο στα χέρια μιας κεφαλαιοκρατικής ολιγαρχίας.
Καθώς ο νεοφιλελευθερισμός επεκτεινόταν, όφειλε να επιβάλλει την κοινωνική και ταξική ειρήνη για να διασφαλίσει την ηγεμονία του. Με οικονομικούς όρους, η αύξηση τόσο της παραγωγικότητας όσο και της παραγωγής συνοδεύτηκαν από καθήλωση των εισοδημάτων και την κατασκευή χρέους. Στον καινούριο θαυμαστό κόσμο υπήρχε καθήλωση της αμοιβής της εργασίας, επισφάλεια και ανεργία, όμως η υπόσχεση της κατανάλωσης παρέμενε ανέπαφη χάρη στις τραπεζικές πιστώσεις. Τα ποσά αμύθητα… Τόσο, που η φούσκα του συστήματος βρίσκεται πλέον αντιμέτωπη με τα ιστορικά της όρια.
Είναι βέβαια ειρωνικό το γεγονός ότι συγκριτικά –και με μακροοικονομικούς όρους– η ελληνική οικονομία δεν φαίνεται να έχει τόσο σημαντικό πρόβλημα σχετικά με άλλες του “ανεπτυγμένου” κόσμου (δοκιμάστε να βρείτε στο internet –καθώς δεν θα τα δείτε εύκολα στις εφημερίδες– τα στοιχεία για το συνολικό, δημόσιο και ιδιωτικό, χρέος των βιομηχανικών οικονομιών). Δεν υπάρχει βέβαια καμία έκπληξη, ο καπιταλισμός ήταν πάντα ένα ανορθολογικό οικονομικό σύστημα [και ταυτόχρονα μια μηχανή παραγωγής καταστροφής].
Έτσι, αυτό που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα είναι ένα πείραμα παγκόσμιας κλίμακας: η κυριαρχία επιχειρεί την επιβολή μιας συγκεκριμένης κοινωνικής μηχανικής προτάσσοντας ένα γιγαντιαίο σχέδιο λιτότητας και λεηλασίας του κοινωνικού πλούτου. Οι αντοχές της κοινωνίας δοκιμάζονται, και αν το πείραμα κριθεί επιτυχημένο, η εξαγωγή του σε όλο τον πλανήτη θα είναι άμεση.
Όμως αυτό δεν είναι ένα κείμενο για την οικονομία (είναι όμως ένα κείμενο για την Ελλάδα -και όχι μόνο…).
Για την παραγωγή του εσωτερικού εχθρού: από την κοινωνική λεηλασία στην καταστολή
Οι νεοφιλελεύθερες οικονομικές θεωρίες του Μίλτος Φρίντμαν και της Σχολής του Σικάγου χρειάζονταν αντιστάθμιση στο κοινωνικό πεδίο. Έτσι, προς τα τέλη της δεκαετίας του ’80 τα αμερικάνικα (και όχι μόνο) πανεπιστήμια έγιναν ακόμη μια φορά οι στρατηγικές δεξαμενές σκέψης του κράτους και του κεφαλαίου. Αντικείμενό τους, η παραγωγή κοινωνικής συναίνεσης και επιβολής μιας εκτατικής κατασταλτικής πολιτικής. Το προϊόν τους το γνωρίζουμε όλοι σήμερα ως πολιτική μηδενικής ανοχής και το πρώτο πεδίο εφαρμογής της ήταν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 η πόλη της Νέας Υόρκης –για να εξαχθεί αργότερα σε όλο τον πλανήτη. Ουσιαστικά ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει επιβάλλει παράλληλα ένα παγκόσμιο αστυνομικό κράτος.
Σε αυτή τη διαδικασία πολιτικού και κοινωνικού μετασχηματισμού ήταν αναγκαία η κατασκευή ενός εσωτερικού εχθρού. Καταρχήν οι φτωχοί, οι άστεγοι και οι μετανάστες (ακριβώς δηλαδή τα στρώματα εκείνα με τόση επιτυχία παράγει σε μαζική κλίμακα ο παγκόσμιος νεοφιλελευθερισμός) ήταν οι πρώτοι που βρέθηκαν στο στόχαστρο του αναδυόμενου αστυνομικού κράτους. Στο αμέσως επόμενο στάδιο θα ακολουθούσε η εγκληματοποίηση κάθε φωνής και κάθε πράξης πολιτικής αντίστασης.
Στις αρχές αυτής της δεκαετίας, δύο γεγονότα επιτάχυναν δραματικά τις εξελίξεις. Αρχικά ήταν η εξέγερση της Αργεντινής, η αδιαμεσολάβητη και οργισμένη σύγκρουση εκατομμυρίων ανθρώπων που είδαν το νεοφιλελευθερισμό να συντρίβει τις ζωές τους. Και ελάχιστα αργότερα, το πλήγμα στους Δίδυμους Πύργους θα έκανε ορατή την ποσότητα της βίας που έχει επιβάλλει η Δύση στον υπόλοιπο κόσμο και που ένα μέρος της επέστρεφε πίσω με το σχήμα ενός θεοκρατικού φονταμενταλισμού. Ήταν βέβαια η Ιστορία που επέστρεφε θριαμβευτικά στην πραγματική ζωή, παρόλες τις διακηρύξεις για το οριστικό τέλος της.
Η αντίδραση της εξουσίας ήταν σχεδόν άμεση. Έτσι, στη διάσκεψη του ΟΗΕ στο Παλέρμο της Ιταλίας το 2003, μια παγκόσμια αντιτρομοκρατική νομοθεσία παίρνει τον χαρακτήρα διεθνούς συμφωνίας και εισάγεται στο ποινικό δίκαιο εκατοντάδων χωρών. Πρόσχημά της η καταπολέμηση των διεθνών εκληματικών δικτύων εμπορίας όπλων, ναρκωτικών και ανθρώπων. Φυσικά στα χρόνια που ακολούθησαν, η παγκόσμια μαφία συνέχισε ανενόχλητη το έργο της, έχοντας -όπως πάντα- εκτεταμένη διασύνδεση, διαπλοκή και κάλυψη με τις κρατικές δομές. Όμως –τί έκπληξη!– η αντιτρομοκρατική νομοθεσία ενεργοποιήθηκε αρκετές φορές ενάντια σε πολιτικά και κοινωνικά υποκείμενα, με ιδιαίτερη έμφαση στο αναρχικό-αντιεξουσιαστικό κίνημα. Και σε χώρες καθόλου εξωτικές –ΗΠΑ, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Αγγλία, Ελλάδα– η πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα επιχειρήθηκε να περιγραφεί με όρους ποινικού δικαίου και εγκληματοτοποίησης.
Στην αφήγηση της εξουσίας, οι πολιτικοί και κοινωνικοί αγώνες μετατρέπονται σε ακατανόητες καρικατούρες -όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι είναι τελικά μια επιλογή που αποδείχτηκε πολλές φορές επικίνδυνη για την ίδια την εξουσία…
Από την εξέγερση του Δεκέμβρη στη στρατιωτική κατοχή της πόλης
Τον Δεκέμβρη του 2008, στις φλόγες της ελληνικής εξέγερσης έγινε ορατή μια διαφορετική εκδοχή του μέλλοντος. Με αφορμή τη δολοφονία από μπάτσους του 15χρονου Αλέξη, οι συγκρούσεις δεκάδων –ή εκατοντάδων– χιλιάδων ανθρώπων από τον Βορρά ως τον Νότο της χώρας κατέδειξαν μια κρίση βαθιά συστημική, τις βεβαιότητες μιας κοινωνικής κατασκευής που αποδείχτηκαν πήλινες και εύθραστες. Ήταν μια εξέγερση της οργής, μαζί όμως και μια εξέγερση της επιθυμίας και της δημιουργικότητας, ένας κόσμος που φλέγεται αλλά και ένα πρόταγμα που πυρπολεί.
Στην περίοδο που ακολουθεί μετά την εξέγερση, τα πάντα είναι διαφορετικά. Αν από την μία το κίνημα –και ειδικά ο αναρχικός-αντιεξουσιαστικός χώρος– μετράει τα κέρδη του, από την άλλη η δημοκρατία παρατάσσει τον στρατό της. Απέναντι σε ένα κύμα ελευθερίας, λόγου, δράσης και σημαντικών κοινωνικών και ταξικών αγώνων, η εξουσία οργανώνει καινούριες αστυνομικές δυνάμεις, διευρύνει το ποινικό της οπλοστάσιο και επιχειρεί την εκτεταμένη διασπορά κοινωνικού φόβου με την χρήση των ΜΜΕ. Οικοδομείται συστηματικά η εικόνα ενός δισυπόστατου εσωτερικού εχθρού, που περιλαμβάνει από τη μία τους μετανάστες και από την άλλη τον αντιεξουσιαστικό-αναρχικό χώρο. Ο συνδυασμός τους είναι κάθε άλλο παρά άκυρος: είναι οι αναρχικοί που εντατικά με λόγο και πράξη θέτουν στο επίκεντρο της δράσης τους το ζήτημα των μεταναστών και επιχειρούν έμπρακτα να δημιουργήσουν αναχώματα στις επιθέσεις των κρατικών μηχανισμών και των φασιστών. Μια μάχη που ακόμη και σήμερα συνεχίζεται με οξύτητα στις γειτονιές της πόλης…
Ουσιαστικά, η εξουσία επιχειρεί να εγγράψει στην κοινωνική συνείδηση τη εικόνα μιας έμπρακτης απειλής όχι μόνο για την τάξη και την ασφάλεια, αλλά ιδιαίτερα για την κοινωνική συνοχή. Οι πόλεις γίνονται τόπος μιας αφήγησης για τη βία και το έγκλημα, εικονικές κατασκευές μιας καθημερινότητας που λεηλατείται από κάποιες χιλιάδες επικίνδυνους αναρχικούς και κάποιες εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες. Στην Ελλάδα, η ονομασία που δόθηκε στην κίνηση του κράτους είναι αντιεξέγερση. Στο επίκεντρο της ανάλυσής της βρίσκεται η απόπειρα του κράτους να ανακαταλάβει τον δημόσιο χώρο, να ελέγξει τις κοινωνικές ροές και τις ρηγματώσεις που προκαλεί η αντισυστημική δράση και να αποικίσει την πραγματικότητα με τα δικά του νοήματα μετά την εξέγερση.
Φυσικά στο επίκεντρο της αντιεξεγερτικής πολιτικής βρίσκεται η στρατιωτική κατοχή της πόλης. Καθώς στη συστημική κρίση που προκάλεσε η εξέγερση του 08 ήρθε να προστεθεί η οικονομική κρίση του 09, η εξουσία γέμισε τις πόλεις (ιδιαίτερα την Αθήνα, αλλά όχι μόνο) με στολές: χιλιάδες –μα χιλιάδες– μπάτσοι παντού, στο γκρίζο της πόλης ήρθε να εγκατασταθεί μόνιμα το μαύρο, μπλε και φαιό των ειδικών σωμάτων αστυνομικής βίας. Όχι μόνο μια εικόνα απειλητική, αλλά και μια απειλή ιδιαίτερα πραγματική για χιλιάδες μετανάστες που κυνηγιούνται, συλλαμβάνονται, βασανίζονται και στοιβάζονται επί μήνες στα κελλιά των αστυνομικών τμημάτων. Και η επικέντρωση στους μετανάστες είναι γιατί συνιστούν το πιο αδύναμο (και πιο κυνηγημένο και συκοφαντημένο) κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας –και έτσι αυτό στο οποίο οργανώνεται κυρίαρχα η παραγωγή της κρατικής βίας.
Για το επαναστατικό κίνημα, τα προβλήματα –σε σύγκριση με τους μετανάστες– είναι πολύ μικρότερης τάξης μεγέθους, υπάρχουν όχι μόνο οι εγγραφές στην κοινωνική ιστορία, οι δομές, η πολυπλοκότητα, το βάθος και το μέγεθος που απαιτούνται, αλλά και μια τεράστια εμπειρία και κληροδοτημένη μνήμη πάνω στην καταστολή. Όμως είναι ακριβώς η ανάκληση της μνήμης που επισημαίνει ότι η επιθετικότητα της εξουσίας δεν έχει ιστορικό προηγούμενο: από την εισβολή της αντιτρομοκρατικής σε ανοιχτούς κοινωνικούς χώρους μέχρι την κατασκευή κακουργηματικών κατηγοριών και τις προφυλακίσεις συντρόφων χωρίς κανένα απολύτως αποδεικτικό στοιχείο, όλα καταδεικνύουν τον πόλεμο που βρίσκεται σε εξέλιξη. Με κορυφαία του στιγμή την πρόσφατη δολοφονία εν ψυχρώ του αναρχικού Λάμπρου Φούντα.
Τόση δημοκρατία, ούτε στη χούντα (σύνθημα στους τοίχους της Αθήνας).
Βρισκόμαστε στο έδαφος ενός πεδίου μάχης. Όμως η αντιπαράθεση δεν είναι προφανώς ανάμεσα στην εξουσία και την επανάσταση, η σύγκρουση αφορά το πολιτικό και κοινωνικό περιεχόμενο του μέλλοντος. Η κρίση –βαθειά συστημική και όχι μόνο οικονομική– θέτει κάθε κίνηση μέσα στο πλαίσιο της Ιστορίας και στους δρόμους των ελληνικών πόλεων αυτή τη στιγμή συμβαίνουν πάρα πολλά από πάρα πολλούς. Και είναι αλήθεια ότι οι σιδερόφρακτες στρατιές της δημοκρατίας είναι πολύ μικρές απέναντι στο κύμα της πραγματικότητας που σαρώνει τον παλιό κόσμο.
Συμπυκνώσεις μιας αφήγησης στα συμβολικά και υλικά πεδία του πολέμου
Στις προηγούμενες ενότητες του κειμένου επιχειρήθηκε μια συμπυκνωμένη παρουσίαση της ιστορικής πραγματικότητας που αυτή τη στιγμή εκβάλλει στην ελληνική κοινωνία: η άνοδος του νεοφιλελευθερισμού, η οικονομική –και συνακόλουθα συστημική– κρίση του καπιταλισμού, οι ριζικοί πολιτικοί και κοινωνικοί μετασχηματισμοί που βρίσκονται σε εξέλιξη, η ανάδυση ενός σκληρού κράτους ασφάλειας, η εγκληματοποίηση κοινωνικών –όπως οι μετανάστες και τα πιο φτωχά στρώματα της κοινωνίας– και πολιτικών –όπως ο αντιεξουσιαστικός/αναρχικός χώρος– υποκειμένων. Αναμφίβολα λείπουν πολλά για να συμπληρώσουν την εικόνα αυτού του ιστορικού πειράματος που πραγματοποιείται στον ελλαδικό χώρο –και που η έκβασή του θα καθορίσει πολύ περισσότερα σε όλο τον πλανήτη.
Όμως στο σημείο αυτό θα θέλαμε να επικεντρώσουμε σε μια ιδιαίτερη στιγμή του αγώνα, ενδεικτική της απόπειρας της εξουσίας να εγγράψει τη δικιά της αφήγηση πάνω στο σώμα της ιστορίας. Είναι η περίπτωση του αναρχικού Γιάννη Δημητράκη και θυμίζει έντονα τις νομικές και πραγματικές κατασκευές της καταστολής που επιχειρήθηκαν συνολικά στο επαναστατικό κίνημα της Ιταλίας και της Γερμανίας στις δεκαετίες του ’70 και του ’80. Η ιστορία επαναλαμβάνεται, αν και κάποιες φορές γίνεται δύσκολο να διακρίνεις τη φάρσα…
Έχουν περάσει πάνω από 4 χρόνια από το πρωινό της 16ης γενάρη του 2006, όταν ο αναρχικός Γιάννης Δημητράκης συνελήφθη βαριά τραυματισμένος από τις σφαίρες των μπάτσων στο οδόστρωμα της Πανεπιστημίου, μετά από μια ληστεία στην Εθνική Τράπεζα της οδού Σόλωνος. Από την πρώτη στιγμή ξέσπασε μια καταιγίδα διασποράς κατασκευασμένων πληροφοριών, που τροφοδοτήθηκε συστηματικά από τα γραφεία της Ασφάλειας και διεκπεραιώθηκε πρόθυμα από τους παπαγάλους των ΜΜΕ.
Ο Γιάννης μεταφέρθηκε αμέσως σε μονάδα εντατικής θεραπείας νοσοκομείου, όμως αυτό δεν τον προστάτεψε σε τίποτα από βασανιστήρια: αντιγράφοντας τις τακτικές της CIA, οι ανακριτές του τον υποβάλλουν σε ειδική χημική-φαρμακευτική αγωγή μέσα στο νοσοκομείο προκειμένου να τον οδηγήσουν σε έναν παραισθητικό κόσμο από τον οποίο θα επιχειρούσαν να αποσπάσουν πληροφορίες (μικρή σημείωση: δεν ήταν η πρώτη φορά, το ίδιο συνέβη και το καλοκαίρι του 2002, μετά τη σύλληψη του βαριά τραυματισμένου Σάββα Ξηρού ως μέλους της ΕΟ 17Ν).
Όμως ο Γιάννης αντέχει, δεν ενδίδει και από κει και πέρα η Ασφάλεια ξεδιπλώνει τα δικά της παραισθητικά σενάρια: κατασκευάζεται η συμμορία των ληστών με τα μαύρα, στην οποία αποδίδεται σωρεία ληστειών αλλά και στενή διασύνδεση με ένοπλες επαναστατικές ομάδες. Τρεις ακόμη σύντροφοι κατονομάζονται ως μέλη της και επικηρύσσονται με 600.000 ευρώ. Σταδιακά η αφήγηση της εξουσίας θα επεκταθεί, διακηρύσσοντας τη στενή διασύνδεση του συνόλου του αντιεξουσιαστικού-αναρχικού χώρου με το οργανωμένο έγκλημα (!) σε μια κατασκευή τρόμου που θυμίζει έντονα ανάλογες κατασκευασμένες υποθέσεις στο παρελθόν στην κεντρική και νότια Ευρώπη, στις ΗΠΑ και στη Λατινική Αμερική. Ποιος υποστήριξε ποτέ ότι η εξουσία δεν έχει φαντασία;
Η αλήθεια είναι ότι η βλακεία της εξουσίας ενισχύει εκθετικά την ανυποληψία της: στο κοινωνικό πεδίο οι αφηγήσεις του τρόμου δεν βρίσκουν έρεισμα και δεν γίνονται πιστευτές -τίποτα δεν μπορεί να αναιρέσει τη διαφάνεια του λόγου, της στάσης και της πράξης εκείνου του ονείρου που αντιπαρατάσσεται στον εφιάλτη. Έτσι κι αλλιώς αυτού του είδους οι αφηγήσεις δεν είναι πρόσφατες, ιστορίες τόσο παλιές που μετράνε ήδη 1,5 αιώνα, τότε που όλα τα βασίλεια και οι αυτοκρατορίες της Ευρώπης κυνηγούσαν με φανατισμό φανταστικά τρομοκρατικά δίκτυα που απειλούσαν την ηγεμονία του παλιού κόσμου. Οι κατασκευές του εσωτερικού εχθρού προβάλλονται με οξύτητα κάθε φορά που η ιστορική κίνηση μένει μετέωρη ανάμεσα σε αυτό που ψυχορραγεί και σε αυτό που παράγει την ελπίδα.
Όμως… Στη δίκη που γίνεται, όλα τα σενάρια καταρρέουν, οι φανταστικές συμμορίες, οι σωρείες ληστειών, η διασύνδεση με ένοπλες οργανώσεις δεν μπορούν να σταθούν με κανένα τρόπο στο δικαστήριο. Ο Γιάννης καταδικάζεται για τη ληστεία στην Εθνική Τράπεζα (την οποία υποστηρίζει, ως πράξη ενάντια στο σύστημα της μισθωτής σκλαβιάς και της εκμετάλλευσης και τμήμα του κοινωνικού και ταξικού πολέμου) στην εξοντωτική ποινή των 35 χρόνων και 6 μηνών. Ποινή που απλά δεν έχει προηγούμενο (ας σημειωθεί ότι η συντριπτική πλειοψηφία των πραξικοπηματιών που καταδικάστηκαν για την επιβολή χούντας στην Ελλάδα την περίοδο ’67-74 εισέπραξαν πολύ μικρότερες καταδίκες).
Τελικά, στο πρόσωπο του Γιάννη, η εξουσία κατασκευάζει ένα σύμβολο εγκλήματος επιχειρώντας εντατικά να το καταστήσει καθολικό για ολόκληρο το κίνημα και να απονοηματοδοτήσει τους κοινωνικούς και ταξικούς αγώνες. Και αυτή της η κίνηση οφείλει να γίνει κατανοητή στο συνολικό πλαίσιο όχι μόνο της καταστολής, αλλά ολόκληρης της ιστορικής στιγμής που διανύουμε.
Αντί επιλόγου
Καθώς η δίκη σε δεύτερο –και τελευταίο βαθμό– του Γιάννη θα ξεκινήσει στις 28 Απρίλη, οι κινήσεις αλληλεγγύης στον Γιάννη θα είναι αναπόσπαστο κομμάτι των αγώνων της περιόδου, τμήμα μιας συνολικότερης αντίστασης που εκδηλώνεται απέναντι σε ολόκληρο το πεδίο της κρατικής καταστολής ενάντια στην κοινωνία. Ο σύντροφος θα δικαστεί ακόμη μια φορά συνολικά γι’ αυτό που είναι –ένας αναρχικός– και σ’ αυτό το πλαίσιο κινδυνεύει σοβαρά με μια επιβεβαίωση της αρχικής βαρειάς καταδίκης του.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, οφείλουμε να ομολογήσουμε ότι υπάρχουν πολλά που λείπουν, τόσο από τη συνολικότερη ανάλυση, όσο και από τις επιμέρους παραμέτρους. Ένα από τα πιο σημαντικά, η στάση του Γιάννη μέσα στις φυλακές, η ενεργός συμμετοχή του στην γενικευμένη εξέγερση των φυλακισμένων σε όλη τη χώρα τον Απρίλη του 07, όπως και στη μαζική απεργία πείνας χιλιάδων κρατούμενων τον Νοέμβρη του 08. Όμως αυτό είναι ένα κομμάτι του πρόσφατου παρελθόντος που μάλλον θα γίνει επιτακτικό στο άμεσο μέλλον. Γιατί οι αγώνες ήταν και είναι συνολικοί. Γιατί συνεχίζονται…