O θεσμός της αντιτρομοκρατικής δημιουργεί εκείνο τον πραγματικό σχηματισμό λόγου που καθιστά το δυνητικό και πιθανό εκφράσιμο. Ο λόγος της καθορίζεται από ένα σταθερό τρόπο συσχέτισης των δυνατοτήτων συστηματοποίησης που είναι εσωτερικές σ’ ένα σχηματισμό λόγου ( εν προκειμένω τις μεθόδους πρόληψης και καταστολής αντισυστημικών πράξεων, την τεχνολογία του εν χρήση οπλοστασίου, τις ‘μανιέρες’ συλλογής και χειρισμού ενοχοποιητικών στοιχείων, την απαγγελία επίσημων κατηγορητηρίων ) με άλλους που είναι εξωτερικοί προς αυτόν και ένα ολόκληρο μη λεκτικό πεδίο πρακτικών, οικειοποιήσεων, συμφερόντων και επιθυμιών. Οι αποφάνσεις της δεν είναι μόνο εξατομικευμένες δομές( αναγώμενες στη ροή επιτελεστικότητας που τις διατρέχει ) αλλά συνιστούν όρους δυνατότητας του (κάθε) περιεχομένου.
Χρειαζόμαστε εκείνο το δίκτυ που ως διάγραμμα λειτουργίας διασκελίζει κάθετα διάφορες δομές ( τη σφαίρα του συνταγματικού δικαίου και την επαύξηση της γενικότητας του περιεχομένου της με τους τρομονόμους, τις βάσεις δεδομένων βιομετρικών στοιχείων και τους τεχνο- επιστημονικούς κλάδους παραγωγής εφαρμογών υποκλοπής και ηλεκτρονικής παρακολούθησης, τα κανάλια διαρροών προς τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, τις αναφορές των εμπειγνωμόνων και τις γλωσσολογικές αναλύσεις των αναλήψεων ευθύνης ) και μ’ αυτόν τον τρόπο δεσμεύει μορφές περιεχομένου άρα και το ίδιο το περιεχόμενο. Αφου είναι γνωστό ότι δεν μπορούν να ειπωθούν τα πάντα και σίγουρα όχι από οπουδήποτε, η κινησή της είναι κίνηση κατάληψης προνομιακών θώκων – θέσεων εκφοράς λόγου. Άρα η αποφάνσεις της πρέπει να περιγραφούν εντός του πεδίου λειτουργίας τους. Απο εδώ προκύπτει το εργαλείο της αποφαντικής λειτουργίας η πραγματικότητα του οποίου, δηλαδή η εφαρμοσιμότητά του, είναι συνάρτηση του χώρου προς διερεύνηση που απελευθερώνει. Καμία αστυνομική – δικαστική κρίση δεν κατασκευάζεται παρά μόνο ξεκινώντας από ένα περίπλοκο πεδίο έκφρασης – δράσης, από μια αποφαντική λειτουργία υψηλής συνθετότητας.
Ο χώρος λοιπόν που απελευθερώνεται δεν έιναι ένας γαλήνιος λογικός χώρος απ’ όπου μπορούν να τεθούν όλες οι λογικές ερωτήσεις, αλλά ο χώρος εκφοράς ερωτημάτων η εμφάνιση των οποίων αποκλείει κάποιες άλλες. Με μια έννοια τα ερωτήματα αυτά σχηματοποιούν ήδη μια πραγματικότητα, δεδομένου ότι η θέσεις σύνταξής τους είναι κατοχυρωμένες από πλευράς εγκυρότητας, που είναι δύσκολο να επερωτηθεί. Τα ερωτήματα αυτά δημιουργούν την εμφάνιση μιας κλάσης ειδικών φαινομένων ( πύκνωση των γραμμών του αντάρτικου, ποιοτική αναβάθμιση της πολιτικής βίας, γενεσιουργοί πυρήνες – κοιτίδες ‘τρομοκρατικής’ δράσης, μετα-εφηβική παραβατικότητα, εγκληματοποίηση αντισυμβατικών συμπεριφορών ) που ο σχηματισμός δράσης – λόγου αντιτρομοκρατική απαιτεί ιδιοσυστατικά ως καταστατική παράσταση και δυναμικό ανάπτυγμα, ως βαθμίδα εισβολής αληθινών συμβάντων και πεδίο παραγωγής γεγονότων, τα οποία η σύσταση μιας θεωρίας θα εξηγεί. Ένας νέος τομέας του επιστητού γεννιέται, εν-κοινωνίζεται και είναι δουλεία της αντιτρομοκρατικής η σύσταση του θεωρητικού πλαισίου ερμηνείας του.
Η αντιτρομοκρατική είναι η επιχειρησιακή εκλέπτυνση της ελ.ας στο χώρο του μη- πραγματικού. Είναι η πραγματική, υλικά δραστική παρέμβαση πυροδοτούμενη από και ερειδόμενη σε πιθανολογικά σενάρια, ένα κινούμενο κατώφλι απαραλλαξίας μεταξύ υπαρκτού και υποτιθέμενου ως τέτοιου, μεταξύ ομήρου του κράτους και φυγά εξ’ αυτού, τελικά μεταξύ αθωότητας και ενοχής. Όχι πως η αθωότητα μπόρει να μορφοποιηθεί ως έννοια μακράν της κυρίαρχης πολιτικής σφαίρας, ούτε ως έχουσα νόημα εκτός του πεδίου εμμένειας της δικαιικής τάξης. Γι’ αυτό και η αναίρεσή της κατα την τέλεση ποινικά κολάσιμων πράξεων ( μπάχαλα ) οι δράστες των οποίων δεν νίωθουν ούτε ένοχοι, ούτε ενοχή. Γενικα όταν η πράξη της εξαίρεσης καθίσταται αξία – και τι άλλο είναι η αντιτρομοκρατική υπηρεσία από τη θεσμοποίηση αυτου του γεγονότος; – προϋποθέτει και συνεπάγεται, με μια λέξη ταυτίζεται με, την αντίστοιχη μη- αξία, η οποία μπορεί να μεθερμηνεύεται, κάθε στιγμή, σε ο, τιδήποτε αυτό το κινούμενο κατώφλι περιλαμβάνει αποκλείοντας το.
πληβείος