Θα θέλαμε να μιλήσουμε για τη γνώση εν γένει, αλλά θα ήταν μία δύσκολη υπόθεση. Θα θέλαμε να μιλήσουμε για το κίνημα αλλά κι αυτό θα μας φαινόταν δύσκολο όταν θα θέλαμε να το ορίζουμε σαφώς και ευκρινώς. Βρισκόμαστε βουτηγμένοι μέσα σε ένα ωκεανό πληροφοριών και εμπειριών όπου τα προφανή αποκρύπτονται, τα ερωτήματα πολλαπλασιάζονται και οι «αλήθειες» τυφλώνουν. Μιλάμε, εκφραζόμαστε, επικοινωνούμε. Αποτυπώνουμε, μεταγράφουμε και μεταφράζουμε. Λειτουργούμε, κυκλοφορούμε, διανέμουμε. Έννοιες, εικόνες και αναπαραστάσεις σε κίνηση, οργανωμένες σε συστήματα που αναπαράγουν το Υπάρχον. Ή το διεμβολίζουν και το ανατρέπουν.
Ιδέες και πρακτικές σε διαρκή κίνηση. Ενταγμένοι στο «ανταγωνιστικό» κίνημα προέκυψε η ανάγκη και η επιθυμία για τη δημιουργία μιας υποδομής που θα φέρει, θα διακινεί και θα υποστηρίζει τη παραγωγή ενός λόγου και μίας πράξης ανταγωνιστικής στο υπάρχον. Στόχος μας δεν θα μπορούσε να ήταν απλά μια διαχείριση της γνώσης [knowledge management] στο πλαίσιο μιας τεχνοκρατικής οργάνωσης πληροφοριών, πειθαρχημένης στρατηγικής βελτίωσης των επιδόσεων, ανάπτυξης της ανταγωνιστικότητας και επέκτασης ενός «επαναστατικού» πνευματικού κεφαλαίου, ούτε φυσικά η δημιουργία μηχανισμών εκπαίδευσης που θα περιλαμβάνουν τη μονοσήμαντη μεταφορά της γνώσης.
Επομένως τι θέση κατέχει μια βιβλιοθήκη σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς της καινοτομίας, των τεχνικά εκπαιδευμένων ειδημόνων και των think tanks; Και ποια η σχέση της με την διάχυτη κίνηση ιδεών και πρακτικών σε ένα πεδίο ριζικής ρήξης; Δηλαδή τι θα νοηματοδοτούσε μια οργανωμένη ταξινόμηση τίτλων που θα είχε ως στόχο να δομεί συστήματα και υπηρεσίες πληροφοριών σε ένα σύμπαν σχέσεων μεταξύ χρήστριας και βιβλιοθήκης; Και όλα αυτά μέσα σε μία κατάληψη; Τα ερωτήματα αυτά τέθηκαν εξ αρχής όταν έπρεπε να δημιουργήσουμε ένα σύστημα ταξινόμησης για την οργάνωση του υλικού της βιβλιοθήκης (βιβλία, περιοδικά, μπροσούρες, ταινίες κτλ.) κατά θεματική κατηγορία. Διότι αν και αισθανόμασταν πως με την κίνησή μας να συγκεντρώσουμε στο χώρο αρχικά ένα σχετικά μικρό αριθμό υλικού υπονομεύουμε την συνήθη ιδιωτικότητα της συσσώρευσης και την κυρίαρχη εμπορευματική σχέση που διέπει συνήθως τη πρόσβαση στη γνώση, παρόλα αυτά θεωρήσαμε ότι τα παραπάνω δεν θα απαντούσαν στο ελάχιστο των αναγκών μας, πόσο μάλλον γενικότερα αυτών του ανταγωνιστικού κινήματος, το «ιστορικό σχέδιο» του οποίου είναι σήμερα τόσο απαιτητικό και επιτακτικό.
Στο πλαίσιο διαχείρισης της βιβλιοθήκης λοιπόν, και συγκεκριμένα τεκμηρίωσης του υλικού ανά θεματική κατηγορία, έπρεπε να δομηθεί η βιβλιοθήκη είτε σύμφωνα με τις προσωπικές απόψεις μας, είτε συμβουλευόμενοι τις κλασικές βιβλιοθήκες. Η ανάγκη της ταξινόμησης αρχικά απέκτησε έναν εντελώς τεχνικό χαρακτήρα, του οποίου η τυπολογική ανάλυση φαινόταν ότι μπορούσε να διεξαχθεί μονάχα από κάποιους ειδικούς. Αποτέλεσμα αυτού; Η τεχνική λύση που απαιτούσε εμφάνιζε το πρόβλημα ότι ήταν επίσης τεχνικού χαρακτήρα. Και με αυτόν τον κρυμμένο τρόπο εμφανιζόταν ο παλιός καλός εχθρός· η τεχνοκρατία. Εκείνο το ιδεώδες, που αντιγράφοντας την ακρίβεια οργάνωσης των μηχανών ενορχηστρώνει ολόκληρο τον κοινωνικό περίγυρο. Πώς θα καταφέρναμε όμως να αποφύγουμε την ικανότητά της να προσφέρει ευχαρίστηση και στους ίδιους τους εαυτούς μας που απαιτούσαν αποτελεσματικότητα, όντως ικανή να μεταβολίζει μορφές δυσαρέσκειας μέσα στο σύστημά της, αν και ασκούσε δυνάμεις πειθαναγκασμού; Ή πώς αυτή σε ένα κόσμο όπου έχει μεταλλαχθεί σε ωκεανό πληροφορίας κατέχει τη δύναμη να μεταγράφεται σε πολιτικά προγράμματα, σε άπειρους δυνατούς κόσμους που περιμένουν να τους γνωρίσουμε αρκεί να δομηθεί μια καθολική μέθοδος ανάλυσης, μια επιστημολογική προσέγγιση που θα παράγει «αλήθειες»; Διότι ακόμα και η ταξιθέτηση μιας μικρής βιβλιοθήκης σε μια κατάληψη εμπεριέχει τρόπους λειτουργίας που ανασυγκροτούν σχέσεις εξουσίας και ιεραρχίας.
Έτσι κατά την καταλογογράφηση παρουσιαζόταν όλο και πιο εμφανώς πως η οργάνωση του υλικού σύμφωνα με την παραδοσιακή ιεραρχική καθετοποίηση των κατηγοριών και των υποκατηγοριών απέκρυπτε το ποιες είμαστε και με τι ασχολούμαστε και εμφάνιζε ως κεντρική την κυρίαρχη αφήγηση, δηλαδή δεν άφηνε χώρο σε διαφορετικές αφηγήσεις ή τις εμφάνιζε ως εν δυνάμει υποκατηγορίες. Ουσιαστικά γινόταν όλο και πιο σαφές πως μέσα στην ταξινόμηση κρυβόταν η πολιτική, δηλαδή πως η τεχνική της ταξινόμησης ενσωμάτωνε την πολιτική και ως τεχνική έθετε διακυβεύματα στη βάση ενός τεχνικού ντετερμινισμού. Και αν συνέβαινε αυτό, θα έπρεπε να το αξιολογήσουμε είτε στη βάση πλήρους αντιστροφής του, είτε μεταστροφή τους προς όφελος δικών μας αφηγήσεων. Έτσι, αρχικά αντιστρέφοντας της συνθήκη, η μία λύση θα ήταν να οργανωνόταν η βιβλιοθήκη εξαρχής στη βάση δικών μας θεματικών. Για παράδειγμα εάν αποφασίζαμε πως πολιτικά θέτουμε ως κεντρικά ζητήματα το μεταναστευτικό, την καταστολή και την κρίση θα οργανωνόταν η βιβλιοθήκη σύμφωνα με αυτούς τους κεντρικούς άξονες. Δηλαδή στο πλαίσιο μιας τεχνοπολιτικής, όπου η πολιτική επικαθορίζει την τεχνική, θα επιλέγαμε μια νέα αφήγηση και δόμηση μιας νέας καθολικής μεθόδου ανάλυσης όπου οι αναπαραστάσεις του παρελθόντος θα έπαυαν εν μέρει να παρέχουν θεμέλια γνώσης. Επιλέξαμε μια διαφορετική στρατηγική.
Ξεκινάμε με την – και βιωματική – παραδοχή πως η πρακτική της ταξινόμησης δεν κατασκευάζει μονάχα ένα αντικείμενο (αυτό της βιβλιοθήκης της κατάληψης), αλλά συγκροτεί ταυτόχρονα το υποκείμενο της πρακτικής, τον/την ταξινόμο. Αυτή η παρατήρηση, καθώς και ολόκληρη η προηγούμενη ενδελεχής αναφορά στην διαδικασία της καταλογογράφησης δεν γίνεται για λόγους αυτοαναφορικότητας. Ουσιαστικά, έχοντας ήδη απεμπολήσει την ιδιότητα των ειδικών που γνωρίζουν να δίνουν λύσεις στα τεχνικά (βιβλιοθηκονομικά) προβλήματα, αλλά τα αναγνωρίζουν και ως τέτοια, αρχικά θέλαμε να δείξουμε την αμφισημία του ρόλου του βιβλιοθηκονόμου και τα όρια της εξειδίκευσης. Κυρίως όμως θέλαμε να καταδείξουμε με το παράδειγμα της ταξινόμησης με ποιο τρόπο οι αποφάσεις και το πως αυτές λαμβάνονται αναδεικνύουν ποιες είμαστε, τι θέλουμε και πως επιλέγουμε να δρούμε εν γένει ώστε να δίνουμε πραγματικές απαντήσεις σε πραγματικά προβλήματα.
Ως τμήμα του ανταγωνιστικού κινήματος αναγνωρίζουμε την αναγκαιότητα διάλυσης κάθε διαχωρισμένου ρόλου, τόσο για εμάς όσο και για τους εν δυνάμει χρήστες. Θεωρούμε πως τα κομμάτια του ανταγωνιστικού κινήματος είναι απαραίτητο να κατανοούν την πραγματικότητα τους, και μέσω του αγώνα και της δημιουργίας αδιαμεσολάβητων σχέσεων-γεφυρών με άλλα ταξικά-κοινωνικά υποκείμενα να συνθέτουν τις δικές τους μικρές και μεγάλες αφηγήσεις που να πυροδοτούν νέα ξεπεράσματα, ανατρεπτική συλλογική δράση, νέες φυγές προς τα εμπρός. Η βιβλιοθήκη επιθυμεί να αποτελέσει ένα ζωντανό χώρο αυτομόρφωσης και ζυμώσεων κατάλληλο για συλλογική ανταγωνιστική έρευνα. Ένας κοινός τόπος όπου στη βάση του συλλογικού να εντάξουμε τις καθημερινές μας δραστηριότητες στο κύκλο του κινήματος, να συλλογικοποιήσουμε την ανάγνωση, την έρευνα και την επιθετική νοηματοδότηση του κόσμου που μας περιβάλλει.
Έτσι μέσα σε αυτό το περιβάλλον συλλογικοποίησης των αντιστάσεων και ενίσχυσης της δημόσιας πρόσβασης, επιλέξαμε σε τεχνικό επίπεδο η πρόσβαση στους τίτλους να παρέχεται διαδικτυακά. Επιπλέον η καταλαγογράφηση να γίνεται δια-θεματικά ώστε να έχουν την δυνατότητα να προσθέτουν μία νέα ετικέτα (tag) σε κάθε τίτλο προτείνοντας μια νέα αφήγηση, ή σε ολόκληρες βιβλιογραφίες, είτε επικοινωνώντας ατομικά με την ομάδα βιβλιοθήκης, είτε συλλογικά στο πλαίσιο των ομάδων αυτομόρφωσης. Τέλος επιδιώκουμε τη διασύνδεσή και τη συνεργασία με τις υπόλοιπες κινηματικές βιβλιοθήκες ώστε να δημιουργηθούν δίκτυα επικοινωνίας με συντρόφους από άλλα εγχειρήματα, ιδιαιτέρως άλλων πόλεων. Επίσης επιθυμούμε ο χώρος της κατάληψης να αποτελέσει ένα ανοικτό πεδίο διαμόρφωσης και συνάντησης συλλογικών αφηγήσεων και η δανειστική βιβλιοθήκη να προσφέρει στον κινηματικό αυτό χαρακτήρα. Έτσι στο πλαίσιο κυκλοφορίας της γνώσης επιδιώκουμε την δημιουργία ομάδων αυτομόρφωσης, ενάντια σε μία κουλτούρα του «όλα έχουν ειπωθεί» και της αποθέωσης του πρακτικισμού – θέση που έχει προκύψει ως αντίδραση στην υιοθέτηση κάθε έννοιας «διανόησης» από τον κυρίαρχο λόγο που διαχωρίζει τη θεωρία από τη πράξη. Μία συνθήκη απόρροια της μετατροπής της μόρφωσης σε εμπόρευμα/θέαμα στην καπιταλιστική κοινωνία όπου το εκπαιδευτικό σύστημα (στην κορυφή του οποίου βρίσκεται το πανεπιστήμιο) λειτουργεί ως φορέας διαμεσολάβησης για να αναλαμβάνει την ιεράρχηση και θεματικοποίηση των κοινωνικών σχέσεων επικαλούμενη την αντικειμενικότητα και το επιστημονικά ορθό.
Καταλήγοντας, στόχος μας δεν είναι απλά η δημιουργία «ρητορικών κύκλων» πλαισιωμένων με τις αντίστοιχες υλικές υποδομές, αλλά πολιτικών διαδικασιών ριζοσπαστικής κριτικής που θα εντάσσονται στο επίπεδο διανομής της ανταγωνιστικής γνώσης στα κοινωνικά-ταξικά πεδία που επιθυμούμε να διεμβολίσουμε. Όχι στη βάση μιας επιστημονικής κατανόησης της εν γένει ανθρώπινης ύπαρξης, αλλά σε αυτή της ελεύθερης έκφρασης και επικοινωνίας των υποκειμένων που αγωνίζονται και θα αγωνιστούν για την άρση των κανονικοτήτων, των αυτονόητων.
Ομάδα βιβλιοθήκης κατάληψης Πατησίων 61 και Σκαραμαγκά
Απρίλιος 2010
Για να μεταφερθείτε στη σελίδα της βιβλιοθήκης πατήστε εδώ